41
Με κοίταξε στα μάτια δίχως να πει κουβέντα, μα εγώ ήξερα πως εκλιπαρούσε για την ζωή του. Με μια μηχανική κίνηση, που είχα καιρό να κάνω μα ευτυχώς που ο εγκέφαλος δεν την ξεχνά, κατέβασα με ακρίβεια το μαχαίρι μου στον λαιμό του και τον έσχισα πέρα για πέρα. Είχαμε έτοιμο ήδη τον τάφο του στο νεκροταφείο του εργοστασίου, οπότε δεν θα υπήρχε θέμα με καθαρισμούς από τα αίματά του. Με το ίδιο παραπονεμένο βλέμμα στο πρόσωπό του τον είδα να παραδίνει το κορμί του στην θέληση της βαρύτητας. Το σώμα του έπεσε στο βάθος του τάφου άγαρμπα, με το αίμα του να αναβλύζει άφθονο από τον λαιμό του και να βάφει κόκκινο το χώμα. Διέταξα τους γύρω Κατώτατους να τον θάψουν.
Έτσι όπως με κοιτούσε από το βάθος του τάφου, με το χώμα να καλύπτει σιγά σιγά το κορμί και το πρόσωπό του, κατάλαβα πως με κατηγορούσε στις τελευταίες του στιγμές. Μα που να ‘ξερε, για μένα ήταν τυχερός. Άλλοι δε δίναν σε Κατώτατους σαν και αυτόν το ίδιο γρήγορο τέλος. Άλλοι, όταν αποφάσιζαν να αφαιρέσουν την ζωή από έναν Κατώτατο, μιας και ο νόμος δε νοιαζόταν, έπαιρναν τον χρόνο τους. Τριγύρω από το εργοστάσιο υπήρχαν παντού δωμάτια βασανιστηρίων. Είχαν τα πάντα μέσα. Λέγονταν “Χώροι Αναψυχής”, μα δεν είχε τύχει ποτέ να πάω εκεί. Σε αυτούς τους ειδικούς χώρους, κάποιοι κάνανε ώρες ολόκληρες για να τους σκοτώσουν. Μπορεί να πρόσεχαν πολύ με το μαχαίρι για να μην χτυπήσουν σημαντική αρτηρία, έτσι ώστε να απολαύσουν κάθε στιγμή. Άλλοι παίρνανε μέρες, κάνοντάς τους ακόμα πιο βάναυσα πράγματα. Ο χειρότερος από όλους, ήταν ο εργοστασιάρχης μας, ο Μάγιστρος Βαν ντερ Κάαχ. Κάποιοι Κατώτατοι φημολογούνταν ότι τους είχε για μήνες στην έπαυλή του, δίχως τροφή και με λιγοστό νερό και πως ζούσαν την επίγειο κόλαση.
Άρα να αισθάνεσαι τυχερός, σκέφτηκα, που σήμερα ανέλαβα εγώ την Απαλλαγή σου, όσο σκληρό κι αν ακούγεται.
Άφησα τους κατώτατους πίσω μου να θάβουν και έκανα προς το εργοστάσιο ξανά. Κοίταξα στον καρπό μου. Η οθόνη βούιξε.
ΝΕΟ ΥΠΟΛΟΙΠΟ: 41 ΠΟΝΤΟΙ
Είχα καιρό να δω το νούμερο στον καρπό μου να αλλάζει. Δεν ξέρω αν μου είχε λείψει αυτό το συναίσθημα. Μα δυστυχώς, αυτό που έπρεπε να γίνει, έπρεπε να γίνει. Ελπίζω μόνο να μην μου αναθέτουν συνέχεια απαλλαγές και μειωθεί ακόμα περισσότερο ο αριθμός. Γιατί, ποτέ δεν ξέρεις ποιος ανώτερός σου θα του καπνίσει και θα σε προγραμματίσει για απαλλαγή. Κάπως πρέπει να προστατευτώ κι εγώ, δεν νομίζετε;
Μπήκα ξανά στο εργοστάσιο. Οι ειδήσεις της απαλλαγής είχαν φτάσει σαν αστραπή και οι Κατώτατοι δούλευαν με τέλειους ρυθμούς. Ας ελπίσουμε να μην χρειαστεί άλλη Απαλλαγή για καμιά βδομάδα ακόμα, αν και είναι σπάνιο να συμβεί.
Ανέβηκα τα σκαλιά και πήρα το ασανσέρ. Πήγα σε ένα από τα κέντρα ελέγχου, πάνω από τις γραμμές παραγωγής. Ενώ ανέβαινα με το ασανσέρ, έβλεπα τα συνηθισμένα. Ξυρισμένα κεφάλια να τρέχουν από δω και από κει, ταινιόδρομους να μεταφέρουν ένας θεός ξέρει τι, ποτέ δεν μπήκα στον κόπο να μάθω τι ακριβώς παράγουμε εδώ, τεράστιες μηχανές να γεμίζονται με κάρβουνο από μαύρους από τον άνθρακα ανθρώπους και να φτύνουν αφόρητη ζέστη και αποπνιχτικούς καπνούς. Πιο μακριά, περίπου τρία με τέσσερα χιλιόμετρα, ήταν η κατασκευαστική πτέρυγα, απ’ όπου ακούγονταν σταδιακά και σταθερά οι εκκωφαντικοί μεταλλικοί κρότοι από τις σφύρες ύψους εκατό μέτρων, που ανέβαιναν αργά και έπεφταν με τρομερή δύναμη κάνοντας το ατσάλι να σφαδάζει από τον πόνο. Ο θόρυβος που έκαναν ήταν ανυπόφορος, και ας ήμασταν τρία χιλιόμετρα μακριά. Λένε ότι οι Κατώτατοι της κατασκευαστικής πτέρυγας είναι και θα είναι για πάντα κουφοί. Πέρα από την κατασκευαστική πτέρυγα δεν είχα πάει ποτέ, δεν ξέρω τι μπορεί να υπάρχει εκεί.
Άκουσα το “ντιν” του ανελκυστήρα και η πόρτα άνοιξε διάπλατα. Ο διάδρομος σήμερα ήταν ασυνήθιστα βρώμικος. Περπάτησα ως το τέλος του και μπήκα σε ένα από τα κέντρα ελέγχου. Μέσα είδα τους δύο συναδέλφους μου. Ο Τσάρλι είχε στριμώξει την Κλαίρη στον τοίχο ενώ έπιναν καφέ και μόλις μπήκα, η Κλαίρη έτρεξε και με αγκάλιασε.
«Γουίλ! Ώ τι κάνεις, πώς είσαι; Ήταν εύκολη η Απαλλαγή;» μου αναφώνησε με γουρλωμένα τα μάτια.
Είδα τον Τσάρλι με φανερά ενοχλημένο ύφος να επιστρέφει στην καρέκλα του γραφείου του.
«Καλώς τον…» μου είπε, «Πολύ γρήγορα ξεμπέρδεψες.»
«Ε ναι», τους απάντησα, «θέλω να είμαι τυπικός και επαγγελματίας στην δουλειά μου. Μια χαρά πήγε, τίποτα πέρα από τα συνηθισμένα. Μια Απαλλαγή ρουτίνας.»
«Χαίρομαι, χαίρομαι πολύ, ελάτε να επιστρέψουμε στην δουλειά μας…» είπε η Κλαίρη και καθίσαμε και οι τρεις στα γραφεία μας.
Ο καθένας τώρα κοιτούσε τις δεκάδες οθόνες με κάμερες παρακολούθησης που είχε μπροστά του. Πέρασε αρκετή ώρα που μείναμε έτσι, μέχρι που ακούστηκε η φωνή του Τσάρλι.
«Ασφάλεια, κέντρο ελέγχου Τ79 εδώ, τομέας 18 το νούμερο ΚΤ7567 έβαλε κάτι στην τσέπη του, πιθανή κλοπή εργοστασιακού εξοπλισμού, ερευνήστε αμέσως.» και έκλεισε το τηλέφωνο του γραφείου του. Ακολούθησε ξανά μια σιωπή, μα ο Τσάρλι μίλησε ξανά.
«Χε, αυτοί οι Κατώτατοι, ποτέ δεν θα μάθουν. Έχετε δει την φάτσα τους όταν τους πιάνουν; Ορκίζομαι είναι το πιο αστείο πράγμα στον κόσμο! Οι ηλίθιοι νομίζουν ότι έχουν κάνει το τέλειο έγκλημα και απλά δεν μπορούν να πιστέψουν πώς τους βρήκανε. Κάποιες φορές πιστεύω πως δεν ξέρουν ότι υπάρχουν κάμερες παντού, ή μπορεί και να μην ξέρουν καν τι είναι κάμερα. Χα!»
Εγώ και η Κλαίρη γελάσαμε. Παραδέχομαι, δεν είναι και το καλύτερο πράγμα στον κόσμο, αλλά ομολογώ να πω πως δεν θέλουμε να του πηγαίνουμε και πολλή κόντρα. Ο Τσάρλι συνέχισε.
«Είσαι πολύ καλός μαζί τους Γουίλ» μου είπε. «Δεν θα έπρεπε να τους δίνεις τόσο γρήγορη απαλλαγή. Ο κόσμος είναι ζόρικος από μόνος του, αν δεν περάσεις και λίγο καλά τι νόημα έχει η ζωή;»
Εγώ απλά χαμογέλασα χωρίς να πω κάτι.
«Τώρα που έχεις μείνει Γουίλ ε, πόσους πόντους έχεις;» με ρώτησε.
«41» του απάντησα κοφτά.
«Ε μαλακίες» αναφώνησε. «Δεν καταλαβαίνω γιατί ένας Κατώτατος να κοστίζει έναν πόντο. Αφού είναι Κατώτατοι, θα έπρεπε να κοστίζουν μηδέν. Ακούς εκεί, η Νομοθεσία πρέπει να αλλάξει, δεν γίνεται να σκοτώνεις έναν κατώτατο και να νιώθεις και τύψεις και από πάνω που έχασες έναν πόντο.»
«Μα, η Άγια Μηχανή δεν κάνει ποτέ λάθος» απάντησε η Κλαίρη. «Για να κοστίζουν έναν πόντο, μάλλον πρέπει.»
«Ναι αλλά σε αυτό το διαολεμένο μέρος που είμαστε θα μας πέφτουν συνεχώς οι πόντοι. Ο Γουίλ είναι 41, από 123 που είχε ξεκινήσει, εγώ από 158 πήγα 70 και εσύ… εσύ μην μιλάς καθόλου…» της είπε και την αγριοκοίταξε. Είσαι ήδη στους 30 και αν δεν ήμουν εγώ, ποιος ξέρει που θα βρισκόσουν. Είσαι στενά Κλαίρη, ποτέ μην το ξεχάσεις αυτό…»
«Ναι ναι, αλλά για αυτό είμαστε συνάδελφοι, για να βοηθά ο ένας τον άλλον» του απάντησα χωρίς ακριβώς να ξέρω τι εννοούσε, προσπαθώντας κάπως να μειώσω την ένταση που επικρατούσε.
«Ναι είμαστε, αλλά προσέξτε και οι δυο. Έχω εβδομήντα ολόκληρους πόντους! Μου φτάνουν και για τους δυο σας αν το θελήσω…»
Οι παλμοί της Κλαίρης αυξήθηκαν. «Ναι αλλά θα γίνεις και εσύ Κατώτατος αν το κάνεις…»
Ο Τσάρλι έστρεψε τον κορμό του προς την Κλαίρη, και την κοίταξε από το γραφείο του. «Δεν με ενδιαφέρει. Τουλάχιστον θα έχω μια γεμάτη μέρα μαζί σου.»
«Δείτε!» διέκοψα, «τομέας 23, νούμερο ΚΤ1201, κάθεται και δεν δουλεύει!». Και οι δύο στρίψανε το κεφάλι προς τις οθόνες τους και εγώ σήκωσα το τηλέφωνο.
«Ασφάλεια, κέντρο ελέγχου Τ79 εδώ, τομέας 23, το νούμερο ΚΤ 1201 αρνείται να παραλάβει τα προϊόντα από τον ταινιόδρομο, στείλτε οπλίτες αμέσως.»
Ο Τσάρλι με κοίταξε καχύποπτα. Το βλέμμα του κράτησε μια αιωνιότητα. Μα τότε η ντουντούκα του γραφείου μας μάς έσωσε.
“Τσάρλι Γουότσον, απαιτείται η παρουσία σας για άμεση απαλλαγή. Παρουσιαστείτε τώρα στο νεκροταφείο του εργοστασίου.”
Ο Τσάρλι σηκώθηκε και έφυγε, δίχως να πει κουβέντα. Περπάτησε ως την πόρτα και την άνοιξε αργά. Ένιωθα την Κλαίρη δίπλα μου να κρατάει την ανάσα της. Η πόρτα έκλεισε. Ήμασταν πλέον μόνοι.
Η πόρτα ήταν κλειστή για μερικά δευτερόλεπτα, μα η Κλαίρη δεν είχε ανασάνει ακόμα. Αφότου πέρασαν μερικά ακόμη πήρε επιτέλους μια βαθιά ανάσα προσωρινής ανακούφισης.
«Ω Άγια Μηχανή…» ξεφύσηξε. «Ποτέ δεν ξέρεις αν…» έγειρε προς τα εμένα και ψιθύρισε, «αν αυτό το κάθαρμα κρυφακούει. Πριν που έλειπες, άσε, άσε τι πέρασα. Το κάθαρμα με κάθε ευκαιρία που βρίσκει με παρενοχλεί, ακόμα πιο ξεδιάντροπα όταν λείπεις!»
«Το ξέρω Κλαίρη, το ξέρω, είναι απαίσιος. Δεν ξέρω τι έχει πάθει τον τελευταίο καιρό.» της απάντησα και της έπιασα τον ώμο στοργικά. «Δεν θα σε πειράξει, στο υπόσχομαι, στο εγγυώμαι.»
«Το πιστεύω πως το εννοείς, μα δεν τον άκουσες και εσύ; Οι πόντοι του αρκούν και για τους δύο μας, είναι τρελός δεν ξέρεις μέχρι που μπορεί να φτάσει, στο εγγυώμαι!»
«Είναι αλήθεια αυτό, μα νομίζω απλά μας απειλεί, έτσι για να μας τρίξει τα δόντια. Είναι σκύλος που γαβγίζει μα δεν δαγκώνει.» Της απάντησα για να την ενθαρρύνω, μα κυρίως στον εαυτό μου προσπαθούσα να με κάνω να το πιστέψω. «Ο Τσάρλι είναι κακός, ζηλόφθων και αδύναμος, μα δεν θα μπορούσε να σκοτώσει εμάς.»
«Είσαι τρομερά αφελής Γουίλ, συγγνώμη που στο λέω. Είσαι καλός άνθρωπος, μα αφελής. Πριν λίγο έφυγε για να κάνει ξανά απαλλαγή, νομίζεις πολύ θέλει για να κάνει και σε μας το ίδιο;»
«Ναι, μα πήγε να κάνει απαλλαγή κάποιον Κατώτατο…»
«Τι διαφορά έχει, καλέ μου Γουίλ; Η απαλλαγή είναι απαλλαγή, ο σκοτωμός είναι σκοτωμός. Τι και αν γεννήθηκες με εκατό πόντους, τι και με μηδέν, γεννήθηκες και αυτό έχει σημασία.»
Αυτή η φράση με έκοψε παραπάνω από οποιοδήποτε μαχαίρι.
«Εσείς είστε τόσο απασχολημένοι με τους πόντους σας» συνέχισε η Κλαίρη, «που το ξεχάσατε. Σας λένε να πάτε να σκοτώσετε κάποιον και το κάνετε, δίχως τύψεις, δίχως δεύτερη σκέψη.»
«Ένα λεπτό, μα όσο δύσκολο και αν είναι, πρέπει να γίνει» την διέκοψα. «Εξ’ άλλου κι εσύ το έκανες, το κάνεις και θα το κάνεις. Είναι η δουλειά σου.» της είπα.
«Το έκανα Γουίλ, ναι, μα ποτέ δεν το αποδέχτηκα ως φυσιολογικό. Την στιγμή που κατάλαβα πως αύριο θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε από εμάς στην θέση των Κατώτατων, δεν μπορούσα πλέον. Γιατί νομίζεις ο Τσάρλι είπε ότι του χρωστάω;»
«Τι εννοείς;» την ρώτησα γεμάτος απορία.
«Γουίλ, σκέψου πόσο καιρό έχεις να με δεις να πάω για να κάνω απαλλαγή; Έχω τουλάχιστον ένα μήνα.»
Έκατσα και σκέφτηκα. Μα πώς δεν το είχα παρατηρήσει πιο πριν;
«Όμως, οι απαλλαγές πρέπει να γίνουν. Μα εγώ δεν μπορώ. Δεν θέλω. Είναι απλά άδικο. Για αυτό και… ζήτησα από τον Τσάρλι αν μπορεί να τις κάνει για μένα… Ξέρω, δεν αλλάζει κάτι αυτό, οι απαλλαγές συνεχίζονται, απλά από άλλο χέρι. Όπως και να ’χει, τώρα που κοιτάω πίσω, ήταν αφελές από μέρους μου. Μα που να φανταστώ πως θα γινόταν έτσι… Δεν το κάνω για να προστατέψω τους πόντους μου, ούτε τίποτε, μα ο Τσάρλι έδειξε άλλον χαρακτήρα μέσα σε αυτόν τον ένα μήνα. Τον θυμάσαι και εσύ. Δεν ήταν ο καλύτερος πάντα, μα δεν ήταν και το αλαζονικό τέρας που έχει καταντήσει τώρα.»
Είχα μείνει άφωνος. Μετά από λίγες στιγμές, την ρώτησα.
«Κλαίρη… για αυτό έλεγε πριν ότι- μα, γιατί δεν μου το είπες νωρίτερα; Θα μπορούσα να σε βοηθήσω και εγώ…»
«Όχι.» με διέκοψε. «Είσαι καλός άνθρωπος, δεν ήθελα να σε επιβαρύνω κι άλλο. Μα τώρα ο Τσάρλι έχει κάνει τουλάχιστον πέντε απαλλαγές στην θέση μου και ζητάει τα ρέστα. Και απ’ ότι είδες, θέλει να με εκμεταλλευτεί.»
«Το καταλαβαίνω…» της είπα κοφτά, μα δεν ήξερα και τι να πω. Ήθελα να κρύψω την αδυναμία που είχα να την βοηθήσω ουσιαστικά. “Είσαι καλός άνθρωπος” μου είπε… Που να ‘ξερε πως τόσο καιρό, οι απαλλαγές είχαν καταντήσει ρουτίνα για μένα. Τι απαίσιος! Τι τέρας! Πώς άφησα τον εαυτό μου να θεωρήσει φυσιολογική αυτή την βία; Και τώρα, πώς το λέω αυτό στην Κλαίρη, που εσφαλμένα έδειξε τόση πίστη στην ανθρωπιά μου;
Καθίσαμε αρκετές στιγμές σιωπηλοί. Η Κλαίρη είδε έναν Κατώτατο στις οθόνες της να μην δουλεύει. Δεν σήκωσε το τηλέφωνο.
«Κοίταξέ τους Γουίλ.» μου είπε και έκανε νεύμα προς τις οθόνες. «Ποιοι είμαστε εμείς για να τους καταδικάζουμε σε θάνατο επειδή για μια στιγμή η παραγωγικότητά τους δεν ήταν όσο υψηλή κρίνει το εγχειρίδιο κανόνων του εργοστασίου; Ποιοι είμαστε εμείς για να τους παίρνουμε με το “έτσι πρέπει” την ζωή; Αν όχι από ανθρωπιά, σκέψου τουλάχιστον ότι σύντομα θα είμαστε και εμείς στην θέση τους.»
Την κοίταξα προβληματισμένος.
«Μήνα με τον μήνα, οι πόντοι μας θα μειώνονται Γουίλ. Και μετά, ποιος θα μας σώσει;»
Η πόρτα άνοιξε απότομα με έναν εκκωφαντικό θόρυβο και ο Τσάρλι μπήκε φουριόζος μέσα στο γραφείο. Εγώ και η Κλαίρη πεταχτήκαμε σαν δύο παιδιά που θα ‘πρεπε να έχουν πέσει για ύπνο και μόλις μπήκαν οι γονείς τους στο δωμάτιο.
Ο Τσάρλι, ιδρωμένος και λαχανιασμένος έκατσε στην καρέκλα του. Τίναξε με τα χέρια του το πουκάμισό του και αναφώνησε.
«Το σκουπίδι! Δεν μπορούσε να πεθάνει ήσυχα, γέμισε με αίμα το καινούργιο μου πουκάμισο!
Θεωρούσα τον εαυτό μου κάπως από τους τυχερούς. Στην γέννα μου, η Άγια Μηχανή με εξέτασε και μου ανέθεσε τους πόντους που θα έχω για όλη την ζωή μου. 123! Τι τρομερή τύχη! Το μέλλον μου θα είναι λαμπρό, τουλάχιστον αυτό μου έλεγαν οι γονείς μου. «Θα μεγαλώσεις και κανείς δεν θα μπορεί να σε εκμεταλλευτεί» μου έλεγαν πάντα, «γιατί με 123 πόντους γίνεσαι άρχοντας.»
Που να ήξεραν και αυτοί. Που να ήξεραν πως με 123 πόντους όχι μόνο άρχοντας δεν είσαι, μα, μετά βίας γλιτώνεις την σκλαβιά. Αλλά δεν τους αδικώ. Η μάνα μου και ο πατέρας μου, έχοντας 12 και 9 αντίστοιχα, όταν είδαν τον δικό μου αριθμό νόμιζαν πως θα είμαι για πάντα ασφαλής και δυνατός. Μα πού να ‘ξεραν…
Τώρα, ούτε τα τριάντα δεν έχω κλείσει, και από 123 έχω πέσει στους 41. Ευτυχώς που δεν είναι εδώ να το δουν. Είναι θαύμα πως επιβίωσαν αρκετά για να με γεννήσουν καν.
Ώρες ώρες αναρωτιέμαι άλλα άτομα πόσους πόντους έχουν. Και γιατί τους ευλόγησε η Άγια Μηχανή; Ο Βαν ντερ Κάαχ, για παράδειγμα, δεν μπορώ να φανταστώ πόσους έχει και πεθαίνω για να μάθω. Εκατοντάδες; Χιλιάδες; Μπορεί και εκατομμύρια; Δεν ξέρω μα, ομολογώ πως χάνω τον ύπνο μου κάποιες βραδιές όταν το σκέφτομαι.
Δεν έχει σημασία. Εμένα η δουλειά μου είναι επιτηρητής του εργοστασίου, κέντρο ελέγχου Τ79, τομέας 23. Δεν θα φτάσω ποτέ αρκετά ψηλά για να μάθω. Μα όπως και να ‘χει, χάρη στην φίλη μου την Κλαίρη, έμαθα από τα σφοδρά μου λάθη. Ίσως μία μέρα να καταφέρω να κάνω κάτι καλό.
Οι μέρες περνούσαν κανονικά. Τίποτα το ασυνήθιστο. Απαλλαγές, από δω και από κει, συχνά πυκνά. Μα, κατά περίεργο τρόπο, δεν αναθέτονταν σε μένα. Πιο απασχολημένοι ήταν ο Τσάρλι και κυρίως, η Κλαίρη, που έκανε τουλάχιστον δύο απαλλαγές τον μήνα. Η καρδιά μου σπάραζε από αυτή την αλλαγή. Όταν έλειπε ο Τσάρλι, προσπαθούσα να την πείσω να κάνω εγώ κάποιες απαλλαγές αντί για αυτήν. Μα αρνούνταν πάντα. «Σε ευχαριστώ Γουίλ, μα δεν ξέρω πλέον αν έχει σημασία.» μου έλεγε αποκαρδιωμένη. «Δεν θέλω να είμαι υπόχρεη σε κανέναν. Αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ…»
Μία μέρα που επέστρεψα στην δουλειά, άνοιξα την πόρτα του κέντρου ελέγχου και είδα δύο άντρες. Τον Τσάρλι και μάλλον έναν καινούργιο. Πήγα να συστηθώ και να ρωτήσω τι συνέβη, αν έγινε καμία αλλαγή στην διεύθυνση. Τέντωσα το χέρι μου προς το μέρος του για να κάνουμε χειραψία. Ο άντρας στάθηκε ακούνητος στην θέση του και εξέτασε τον καρπό μου. Σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε κατάματα. Με ένα υπεροπτικό ύφος, αναφώνησε.
«41 εσείς; Μάλλον με στείλανε σε γραφείο μελλοντικών ηλιθίων.»
Κοίταξα τον καρπό του. 238.
«Μείνετε εδώ και κοιτάξτε τις οθόνες ζώα, έχω να κάνω διάλλειμα για καφέ.» είπε και έφυγε, με την κορμοστασιά να κοιτάζει στα ουράνια.
Όταν έκλεισε την πόρτα πίσω του, κοίταξα τον Τσάρλι έντρομος, γεμάτος απορία και θυμό. Όλα τα συναισθήματα ταυτόχρονα. Ο Τσάρλι έστρεψε το βλέμμα αλλού και γύρισε προς τις οθόνες του, σαν να μην συνέβη τίποτα. Κοίταξα τριγύρω τον χώρο.
«Τσάρλι» τον ρώτησα. «Η Κλαίρη πού είναι;». Δεν μου απάντησε.
Περπάτησα με φόρα προς το μέρος του και του άρπαξα με βία τον καρπό. Διάβασα την οθόνη του.
ΥΠΟΛΟΙΠΟ: 36 ΠΟΝΤΟΙ
Ο Τσάρλι ακόμα δεν με κοιτούσε. Ξέσφιξα το χέρι μου από τον καρπό του και επέστρεψα με αργά βήματα στο γραφείο μου. Πέρασαν αρκετές στιγμές που εγώ καθόμουν αμίλητος, κοιτώντας τις τζαμαρίες και πίσω από τις τζαμαρίες το απέραντο εργοστάσιο που ξεχύνονταν από κάτω μας. Ο Τσάρλι εξακολουθούσε να προσποιείται ότι δουλεύει.
Η σιωπή συνεχιζόταν. Ο Τσάρλι επιτέλους μου έδωσε προσοχή.
«Ξέρεις Τσάρλι …» του είπα. «Εσύ τώρα 36… και εγώ 41. Θα μπορούσα…»
Ο Τσάρλι γύρισε απότομα και με κοίταξε τρομοκρατημένος. Κατάλαβα πως ήθελε να το παίξει σκληρός όπως συνήθως, μα ήταν κωμικό το πόσο ασυγκράτητος και πανικοβλημένος ήτανε. «Ναι- ναι αλλά θα γίνεις και εσύ κατώτατος. Θα μείνεις με 5 πόντους, θα σε κάνουν ό,τι θέλουν ηλίθιε!»
«Ναι αλλά τουλάχιστον θα έχω μία γεμάτη μέρα μαζί σου…»
Η πόρτα άνοιξε απότομα και ο τρίτος συνάδελφος μπήκε φουριόζος και μας διέκοψε την κατάλληλη στιγμή για τον Τσάρλι.
«Ακόμα κάθεστε ζώα;» Μας είπε. Δεν θέλω να χασομεράτε, εμπρός στην δουλειά!»
Ο Τσάρλι και εγώ στραφήκαμε πίσω στις οθόνες μας, σαν υπάκουα στρατιωτάκια.
Εγώ και ο Τσάρλι δεν ξαναμιλήσαμε μετά από το συμβάν. Εγώ δεν είχα τίποτα να του πω και αυτός, δεν είχε τα κότσια καν να με αντικρίσει.
Κάθε μέρα που περνούσε, κάθε λεπτό που βρισκόμουν στο γραφείο, το μόνο που σκεφτόμουν ήταν να σκοτώσω τον Τσάρλι. Δεν με ένοιαζε τίποτα άλλο. Ούτε η δουλειά, ούτε ο καινούργιος συνάδελφος που μας τυραννούσε και δεν καταξιώθηκε καν να μας πει το όνομά του γιατί “δεν είμαστε της ίδιας κλάσης”. Μα επειδή έπρεπε κάπως να απευθυνόμαστε σε αυτόν, για αυτό και από δική του απαίτηση τον φωνάζαμε “άρχοντα”. Άρα για να μην πολυλογώ, ούτε η δουλειά με ένοιαζε, ούτε ο “άρχοντας” που μας έκανε την ζωή κόλαση. Μόνο ο Τσάρλι.
Όμως, μια μέρα που ο “άρχοντας” έλειπε όπως συνήθως για το διάλειμμά του, είχα μείνει μόνος μου μαζί του. Είχα την τέλεια ευκαιρία. Και αισθανόμουν πιο έτοιμος από ποτέ. Σηκώθηκα από το γραφείο και άρχισα να κάνω βόλτες τριγύρω. Ο Τσάρλι ήταν τρομοκρατημένος, μα προσπαθούσε να διατηρήσει ψυχραιμία. Η θέλησή μου να τον σκοτώσω εδώ και τώρα ήταν τρομερή. Μα η Άγια Μηχανή ήταν με το μέρος του και μόλις πήρα την απόφαση να το κάνω, ακούστηκε το μικρόφωνο.
“Γουίλλιαμ Ντόντρεϋ, απαιτείται η παρουσία σας για άμεση απαλλαγή. Παρουσιαστείτε τώρα στο νεκροταφείο του εργοστασίου.”
Η πρώτη Απαλλαγή που μου ανατέθηκε μετά από μήνες.
Ο Τσάρλι σήκωσε το βλέμμα του και με κοίταξε έντρομος. Αισθάνθηκα την ανακούφισή του. Μα δεν θα κρατήσει για πολύ Τσάρλι, να ’σαι σίγουρος για αυτό, σκέφτηκα και πήγα στο γραφείο μου. Άνοιξα το συρτάρι και πήρα μαζί μου το μαχαίρι. Πήρα τον ανελκυστήρα και άρχισα να κατεβαίνω.
Ήμουν καθησυχασμένος γιατί, και με αυτήν την απαλλαγή, οι πόντοι μου αρκούσαν ακόμα για να σκοτώσω τον Τσάρλι όταν γυρίσω. Αυτός 36 και εγώ θα είμαι 40. Και πόσο ανυπομονούσα. Θα ξεμπερδέψω γρήγορα με την απαλλαγή και θα γυρίσω να πάρω εκδίκηση για την Κλαίρη. Ακόμα και αν αυτό σημαίνει ότι θα γίνω μετά και εγώ σχεδόν Κατώτατος. Δεν με νοιάζει.
Το εργοστάσιο… Απέραντο, ατελείωτο. Έφτανε ως εκεί που πήγαινε το μάτι. Οι Κατώτατοι… εκατοντάδες χιλιάδες. Θυμήθηκα τα λόγια της Κλαίρης.
«Τι και αν γεννήθηκες με εκατό πόντους, τι και με μηδέν, γεννήθηκες και αυτό έχει σημασία.»
Έφτασα στο νεκροταφείο. Με δυσκολία βρήκα τον τάφο που έπρεπε, ανάμεσα στα αμέτρητα στρέμματα νεκρών. Όταν έφτασα, ένα σωρό Κατώτατοι έστεκαν έτοιμοι με φτυάρια γύρω από τον τάφο. Μπροστά από τον τάφο, με κλειστά μάτια και τρέμοντας από τον φόβο, ο ατίθασος αμνός περίμενε ευλαβικά την σφαγή του.
Μόλις με είδαν οι γύρω Κατώτατοι, ένας από αυτούς πήγε και είπε στον μελλοθάνατο. «Είσαι τυχερός. Αυτός μας ξεπαστρέφει γρήγορα.»
Στο άκουσμα αυτής της πρότασης, ο μελλοθάνατος άνοιξε αργά τα μάτια του και με κοίταξε.
Τον κοίταξα και εγώ. Σκέφτηκα. Για κλάσματα δευτερολέπτου μα, σε αυτόν πρέπει να φάνηκε ως μια αιωνιότητα.
«Όχι σήμερα.» είπα κοφτά. «Σήμερα, θέλω να περάσω καλά. Φέρτε τον μαζί μου! Στους Χώρους Αναψυχής, τώρα!» διέταξα τους γύρω Κατώτατους οι οποίοι γούρλωσαν τα μάτια τους με φρίκη μα, ήταν αναγκασμένοι να υπακούσουν.
Φύγαμε από το νεκροταφείο και φτάσαμε στους χώρους Αναψυχής. Ένα τεράστιο κτήριο, με δεκάδες ορόφους και εκατοντάδες παράθυρα. Όσο το πλησιάζαμε, ακούγονταν όλο και πιο δυνατά οι τσιρίδες και τα ουρλιαχτά από τους Κατώτατους που βασανίζονταν από άλλους σαν και εμένα. Ποιος να φανταζόταν πως ο άνθρωπος μπορούσε να μιμηθεί το μεγαλείο της κόλασης με τόση ακρίβεια, μόνο μέσα σε ένα τιποτένιο κτήριο από ατσάλι και τσιμέντο.
Φτάσαμε στην είσοδο και έδωσα διαταγή να με ακολουθήσουν μόνο τρείς Κατώτατοι για να κρατάνε τον μελλοθάνατο και οι άλλοι να περιμένουν στην είσοδο. Φτάσαμε στην ρεσεψιόν και ο υπάλληλος μου μίλησε.
«Καλησπέρα κύριε. Πόντοι;»
Του έδειξα τον καρπό μου. «41.» του απευθύνθηκα.
«Μάλιστα… Περιμένετε κύριε και θα σας αναθέσουμε το δωμάτιο που σας αντιστοιχεί.»
Αφότου δήλωσα αίτηση για χώρο Αναψυχής, περιμέναμε στην ουρά αναμονής για κανένα σαραντάλεπτο. Ο μελλοθάνατος έτρεμε καθ’ όλη την διάρκεια ασύστολα και κοιτούσε το πάτωμα σαν χαμένος.
Επιτέλους ήρθε η σειρά μας. Ένας υπάλληλος ήρθε και μας καθοδήγησε προς το δωμάτιο. Ανεβήκαμε ορόφους και ορόφους και επιτέλους, φτάσαμε. Δωμάτιο 424.
«Καλά να περάσετε κύριε» μου απευθύνθηκε ο υπάλληλος με ευγένεια, μου έδωσε το κλειδί του δωματίου και έφυγε.
«Περιμένετε εδώ ζώα!» είπα στους άλλους τρείς και του υπαλλήλου του ξέφυγε ένα ισχνό χαμόγελο.
Ξεκλείδωσα την χοντρή σιδερένια πόρτα και μπήκαμε στο δωμάτιο. Παρά τον καθαρισμό και τα χημικά που είχανε ρίξει οι καθαριστές των χώρων Αναψυχής, η μυρωδιά του φρέσκου αίματος δεν είχε διαφύγει από το δωμάτιο. Μέσα υπήρχαν ένα σωρό είδη βασανισμού, από κάθε λογής λεπίδα και μαχαίρι, μέχρι πριόνια, τρυπάνια, καρφιά, κρεμάλες, κρεβάτια με αλυσίδες, κρεβάτια που σε καίγανε, τραπέζια με δηλητήριο. Και αυτό το δωμάτιο ήταν της χαμηλής τάξης, οι άνθρωποι με πιο πολλούς πόντους από μένα είχαν πρόσβαση σε πιο καλές εγκαταστάσεις. Μόνο η Άγια Μηχανή ξέρει τι βρίσκεται εκεί πέρα.
Έσυρα την βαριά πόρτα και την έκλεισα από πίσω μας με έναν μεταλλικό γδούπο. Ο μελλοθάνατος δεν άντεξε άλλο και σωριάστηκε στο έδαφος ξεσπώντας σε κλάματα. Έκλαιγε με αναφιλητά και δεν μπορούσε να σταματήσει. Αντλώντας όποια δύναμη του είχε απομείνει, γύρισε προς τα εμένα και αναφώνησε.
«Σας παρακαλώ! Σας ικετεύω! Μην με βασανίσετε, τουλάχιστον σκοτώστε με γρήγορα, σας παρακαλώ! Δεν το αξίζω αυτό!»
Εγώ τον κοίταξα στα μάτια. Έπρεπε να το κάνω. Για την Κλαίρη. Για όλους μας. Αυτό είναι το σωστό.
«Όχι, δεν ήρθαμε εδώ για να σε βασανίσω.» του απάντησα και στο πρόσωπό του σχηματίστηκε ο πιο περίεργος συνδυασμός ελπίδας και δυσπιστίας.
«Όχι» επανέλαβα. «Δεν θα ήρθαμε εδώ για να σε βασανίσω. Δεν ήρθαμε εδώ ούτε καν για να σε σκοτώσω. Ήρθαμε εδώ, για να με σκοτώσεις εσύ.»
Η τελευταία πρόταση τον έκανε να φοβηθεί ακόμα περισσότερο. «Τι εννοείτε, δεν καταλαβαίνω, τι συμβαίνει;»
«Ήρθαμε εδώ για να με σκοτώσεις. Δες τι γίνεται, δες που βρισκόμαστε. Ο καθένας από την γέννα του έχει δικαίωμα να σκοτώσει ένα περιορισμένο αριθμό ανθρώπων και η ζωή μας κρίνεται από αυτό. Κάποιοι γεννιούνται Κατώτατοι και τους εκμεταλλεύονται από την γέννα τους και όταν δεν τους χρειάζονται άλλο, τους ξεκάνουν με τους πιο σαδιστικούς τρόπους. Αλλά και Κατώτατος να μην γεννηθείς, κάποια στιγμή θα γίνεις. Εγώ αν σκότωνα τώρα εσένα, μετά τον επόμενο και πάει λέγοντας, κάποια στιγμή θα ερχόμουν στην θέση σου. Δεν ήθελα ποτέ να σκοτώσω κανέναν, μα αναγκάστηκα. Και τώρα κάνω το μόνο πράγμα που θεωρώ πως μπορεί να φέρει έστω την πεποίθηση ελπίδας σε αυτόν τον κόσμο. Και το καταλαβαίνω τώρα, γιατί λίγοι δεν θα βρεθούν ποτέ στην θέση σου και αυτοί είναι οι ευλογημένοι από την Άγια Μηχανή, όπως ο Βαν ντερ Κάαχ, που θα μπορούν για αιωνιότητες να σκοτώνουν όποιον θέλουν, χωρίς καμία αντίδραση από κανέναν.»
Ο Κατώτατος με κοιτούσε, με τα μάτια του βουρκωμένα και κατακόκκινα μα, εμφανώς, πιο καθησυχασμένος.
«Και τι μπορούμε να κάνουμε για αυτό;» με ρώτησε μετά από μερικά δευτερόλεπτα σιγής.
«Πρέπει να με σκοτώσεις.» του είπα ξανά κοφτά. «Δεν ξέρω πώς. Αλλά πρέπει. Και όταν με σκοτώσεις, θα ανοίξεις την πόρτα του δωματίου και θα πεις στους άλλους τρεις που περιμένουν έξω ότι με σκότωσες. Δεν θα σε πιστέψουν, για αυτό και θα τους βάλεις μέσα και θα τους δείξεις το πτώμα μου. Όταν πειστούν από τις αποδείξεις, θα πάτε όλοι και θα το πείτε και σε αυτούς που περιμένουν κάτω. Το μέλλον της ανθρωπότητας θα κρέμεται από τα χέρια σας. Έχετε μία ευκαιρία, ένα συμβάν, να το διαδώσετε όπου μπορείτε, όπως μπορείτε, σε όποιον μπορείτε. Όλο το αχανές εργοστάσιο πρέπει να το μάθει. Και μετά και όλος ο έξω κόσμος.
Ένας Κατώτατος σκότωσε τον Αφέντη του.
Διαδώστε το παντού, να το ακούσει όποιος μπορεί. Χωρίς αμφισβήτηση, θα σας σκοτώσουν και τους τέσσερις. Αλλά προτού σας σκοτώσουν, θα το έχετε διαδώσει σε άλλους. Αυτοί οι άλλοι, προτού τους σκοτώσουν και αυτούς, θα το έχουν διαδώσει σε περισσότερα άτομα και αν είμαστε τυχεροί, αυτή η αντίδραση θα συνεχιστεί.
Στην αρχή κανείς δεν θα το πιστεύει. Στη αρχή θα το πάρουν για κακόγουστο ανέκδοτο μα, κάποιος που θα το ακούσει, θα το πιστέψει. Και αυτός ο κάποιος, θα γίνουν δύο, τρείς, εκατό, χίλιοι. Αυτοί οι άνθρωποι, είναι η ελπίδα μας. Για αυτούς θα δώσουμε τις ζωές μας.»
Το πρόσωπο του Κατώτατου έλαμψε με νεοφερμένη αποφασιστικότητα και σκοπό.
Ο Γουίλ του έδωσε το χέρι και τον βοήθησε να σηκωθεί. Οι δύο άντρες κοιτάχθηκαν κατάματα. Κατώτατος και αφέντης, όρθιοι και αντικριστά, ένα γεγονός απίστευτο, ανείπωτο, που ίσως δεν είχε γίνει ποτέ ξανά, μέσα σε εκατοντάδες χρόνια.
«Συμφωνώ με το σχέδιό σου… » μου απάντησε ο άντρας. «Μα πώς θα το καταφέρουμε; Η Άγια Μηχανή το απαγορεύει, δεν μπορεί ένας Κατώτατος να σκοτώσει οποιονδήποτε, είμαστε στους μηδέν πόντους, δεν έχει γίνει ποτέ ξανά κάτι τέτοιο-»
«Απ’ όσο ξέρουμε-» τον διέκοψα. «Ίσως και η Άγια Μηχανή να μην είναι αλάθητη τελικά.» είπα και γέλασα ελαφρώς με την βλασφημία μου. Τα χέρια μου έτρεμαν και το πικρό μου αστείο μάταια προσπάθησε να μου δώσει θάρρος.
Πήρα μια βαθιά ανάσα και με το χέρι μου του έδειξα τριγύρω τον χώρο. Ο Κατώτατος κοίταξε τριγύρω και είδε όλο τον εξοπλισμό θανάτου που φρουρούσε ο χώρος. «Όπως βλέπεις, υπάρχουν πολλές μέθοδοι για να μάθουμε.» του είπα, χωρίς καν να πιστεύω ο ίδιος τα λόγια μου. Ο άντρας με κοίταξε με έντρομο μα αποφασισμένο ύφος. Γύρισε αργά προς τα πίσω και άρπαξε στην τύχη κάτι από το τραπέζι. Ήταν ένα πριόνι.
«Είσαι έτοιμος;» με ρώτησε διστακτικά.
«Όχι, αλλά βάλε τα δυνατά σου.»
Είχαν περάσει πέντε ώρες. Οι Κατώτατοι έξω περίμεναν με την φρίκη ακόμα ζωγραφισμένη στα μάτια τους να βγει ο αφέντης από το δωμάτιο. Από όλα τα διπλανά δωμάτια, ακόμα και πίσω από τις βαριές σιδερένιες πόρτες ξέφευγαν τα πιο ανατριχιαστικά ουρλιαχτά και τσιρίδες. Μα τα πιο ζοφερά, που σου κοκκάλωναν το σώμα και σου πάγωναν το αίμα, έβγαιναν από το δωμάτιο του αφέντη τους, το δωμάτιο 424.
Πέρασαν άλλες έξι ώρες. Οι περισσότεροι είχαν φύγει, τα διπλανά δωμάτια είχαν αδειάσει και τα καθαρίζανε, για να είναι έτοιμα για την επόμενη μέρα. Καθαριστές σφουγγάριζαν και έριχναν χημικά παντού, κουβαλούσαν κουβάδες και κουβάδες με αίμα, που μέσα έπλεαν κάθε λογής ανθρώπινα μέλη.
Μόνο ένα δωμάτιο δεν είχε σωπάσει ακόμα.
Το 424.
Ώσπου μια στιγμή, η πόρτα άνοιξε…
Έχουν περάσει αρκετοί μήνες από τότε. Ο Τσάρλι, συνέχισε να δουλεύει στο κέντρο ελέγχου, φοβούμενος πάντα πως θα κατέληγε Κατώτατος, με κάθε μήνα που περνούσε να έχει όλο και λιγότερους πόντους. Μα αδίκως ανησυχούσε. Δεν χρειάστηκε να περιμένει την μέρα να γίνει Κατώτατος, καθώς κάποια στιγμή άθελά του, νευρίασε τον “άρχοντά” του, παραπάνω απ’ όσο συνήθως. Ο “άρχοντας” τον πήρε σε έναν χώρο Αναψυχής, από τους πολυτελείς, εκτός του εργοστασίου. Οι υπόλοιποι επιτηρητές του γραφείου λένε πως ο “άρχοντας”, έλειπε τουλάχιστον για δύο εβδομάδες. Ο Τσάρλι δεν επέστρεψε ποτέ.
Έχουν περάσει χρόνια από τότε. Τα ονόματα Γουίλ Ντόντρεϋ, Κλαίρη Ράητ, καθώς και των τεσσάρων Κατώτατων, έχουν διαγραφεί από κάθε έγγραφο της ανθρώπινης ιστορίας. Κανείς δεν ξέρει, δεν θυμάται ποιοι ήταν καθώς και δεν θα μάθει και ποτέ.
Μα ένα πράγμα έχει μείνει. Ένας τρομερός θρύλος, μια απίθανη φήμη. Οι Κατώτατοι μιλάνε για αυτό στα κρυφά, από φόβο να μην τους πιάσουν και τους σκοτώσουν. Μα και οι αφέντες μιλάνε για αυτό στα κρυφά, από φόβο να μην δώσουν πνοή ζωής στην φήμη που αποτελεί τον μεγαλύτερο φόβο της ζωής τους.
Ένας θρύλος πως κάποτε, ένας Κατώτατος σκότωσε τον Αφέντη που τον τυραννούσε. Μέρα με την μέρα, ο θρύλος διαδίδεται. Κανείς δεν ξέρει αν είναι αλήθεια, μα κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει αυτό που πρεσβεύει.
Ελπίδα.

