ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ
Ή το αρχιτεκτονικό παραλήρημα μιας άυπνης πρωτοετούς φοιτήτριας
Το παρόν κείμενο είναι αποτέλεσμα πολύωρων αρχιτεκτονικών διορθώσεων, πολυήμερων αγρυπνιών και εβδομάδων στέρησης φαγητού, χρημάτων και πάνω απ’ όλα χρόνου. Και δεν αναφέρομαι στον προσωπικό χρόνο, αλλά σε χρόνο τον οποίο θα μπορούσαμε να αξιοποιήσουμε για να διεκπεραιώσουμε τις εργασίες και τις υποχρεώσεις μας. Με λίγα λόγια, άλλη μια φορά που η εξεταστική είναι απειλητικά κοντά κι εγώ νιώθω την ανάγκη να ξεσπάσω την συναισθηματική μου φόρτιση σε άρθρο αυτή τη φορά θίγοντας ευθέως το ζήτημα.
Εύστοχα, η συνεργάτιδα μου στο έγκλημα που αποκαλείται αρχιτεκτονική σύνθεση, ενίοτε illustrator του gum και πλέον σχεδόν συγκάτοικος μου, Ευτυχία, ανέβασε ένα στόρι, στο οποίο φαίνεται ξεκάθαρα ο πανικός που επικρατεί σε έναν πάγκο με μακέτες, σχέδια, κόλλες, κοπίδια, μολύβια, καφέδες, σκουπίδια, αίμα, δάκρυα και ιδρώτα, διαλυμένα όνειρα και μαύρους κύκλους και γράφει: «Στην αρχιτεκτονική περνάμε τέλεια, πίνουμε καφέδες φτιάχνουμε μακέτες και δεν κοιμόμαστε.»
Το αν περνάμε τέλεια ή όχι είναι κάτι που θα επιλέξω να εξερευνήσω λίγο αργότερα (spoiler alert: περνάω τέλεια), αφού εξετάσω πρώτα τους άλλους δύο ισχυρισμούς. Είναι γεγονός πως φέτος είναι η χρονιά που έχω δει περισσότερες φορές την ανατολή του ηλίου απ’ ότι αθροιστικά σε όλη μου τη ζωή. Μικροί σηκωνόμασταν πρωί-πρωί μερικές φορές για να δούμε πως είναι η ανατολή ζητώντας από τους παππούδες μας να μας ξυπνήσουν για να τη δούμε και μετά να ξαναπέσουμε για ύπνο. Πια δεν την βλέπω καν, δεν βγαίνω στο μπαλκόνι, δεν κοιτάω καν το παράθυρο, παρά μόνο παρατηρώ την απόχρωση του γαλάζιου κτιρίου απέναντι από το σπίτι μου να αλλάζει. Η εντύπωση από την ανατολή έχει αντικατασταθεί από την φράση «α, ξημέρωσε» και μετά την επιστροφή στην όποια δουλειά είχαμε.
Με την εμπειρία ανακάλυψα διάφορα πράγματα για τον εαυτό μου και τους φίλους μου για το τι τους κάνει η αϋπνία. Ο εκνευρισμός, για παράδειγμα, είναι κάτι που σε τέτοιες καταστάσεις μπορεί να σε κατακλύσει. Χωρίς απαραίτητα να φταίει κάποιος άλλος, χωρίς να σου έχουν κάνει κάτι οι φίλοι σου, χωρίς να πηγαίνει κάτι τόσο λάθος. Αυτό που πραγματικά συμβαίνει είναι ότι θες να κοιμηθείς, πεινάς, το σπίτι σου έχει μεταμορφωθεί σε βομβαρδισμένο χαρτοπωλείο και κάθε προσδοκία που μπορεί να έχεις από τον εαυτό σου έχει μεταμορφωθεί σε μακρινή απαίτηση από μια εποχή ευημερίας που ανήκει στο παρελθόν.
Κυριολεκτικά σπρώχνεις τα μάτια σου να μείνουν ανοιχτά και μονολογείς από μέσα σου “σε λίγες ώρες θα κοιμηθείς, σε λίγες ώρες θα κοιμηθείς” σαν μάντρα που σε κρατάει στη γη και όχι στον πλανήτη των ονείρων στον οποίο τόσο θα ήθελες να είσαι.
Η μακέτα είναι πάντα ένα βήμα πριν να τελειώσει και ταυτόχρονα είναι πλήρως ανεπαρκής για παράδοση και κάπου στις 5:00 αρχίζει να μοιάζει αδύνατον αυτό που κάνεις.
Στις 11:30 δεν έχεις καταλάβει πότε πέρασαν κοντά 7 ώρες και είσαι σχεδόν στο σημείο που ήσουν 7 ώρες πριν. Έχεις ιδρώσει άσχετα με το αν έξω έχει 11 ή 40 βαθμούς, θες απεγνωσμένα να πλυθείς, τα μαλλιά σου είναι λαδωμένα και πατημένα, η μουσική πλέον δεν κάνει τίποτα για να σε βοηθήσει σε αυτή τη δύσκολη στιγμή, ούτε καν η ελληνική κωμωδία που έχεις βάλει να παίζει στο λάπτοπ στην άλλη άκρη του δωματίου στη μοναδική σπιθαμή του σπιτιού σου που δεν είναι καλυμμένη με χαρτιά, ριζόχαρτα, λεπίδες κοπιδιών, γομίδια ή ξυλάκια τα οποία εσύ αποκαλείς υποστυλώματα.
Όταν πια η μακέτα -το παιδί σου- είναι έτοιμο (ας πούμε ότι δεν έχει σημασία η ώρα) το φωτογραφίζεις και το στέλνεις στη μάνα σου γράφοντας της ότι της παρουσιάζεις το εγγόνι της- το μόνο φυσικό επακόλουθο εφόσον είναι το παιδί σου.
Σε άλλες διαφορετικές περιπτώσεις πολλοί βιώνουν το λεγόμενο “sleep drunk”. Είναι ακριβώς αυτό που ακούγεται ότι είναι. Μεθύσι από την αϋπνία. Και είναι όσο αστείο ακούγεται ειδικά σε συνθήκες πίεσης στις οποίες πρέπει να είσαι λειτουργικός. Μπορεί όχι για εσένα τον ίδιο, αλλά σίγουρα για τους γύρω σου που σε βλέπουν να χαζογελάς και με κάποιον μαγικό τρόπο παράλληλα να αφομοιώνεις όλη την ύλη της ιστορίας αρχιτεκτονικής σε ένα βράδυ. Και να παίρνεις και δέκα.
Όλος αυτός ο παραλογισμός πια έχει κάτι οικείο για μένα και δεν ξέρω αν αυτό είναι νίκη ή ήττα, αν πρέπει να κλάψω ή να γελάσω αλλά ξέρω ότι θα τον επέλεγα ξανά κάνοντας το μηχανογραφικό μου. Μπορεί να πίνουμε καφέδες. Και να μην κοιμόμαστε. Και να έχουμε παιδιά από χαρτόνι. Αλλά περνάμε καλά (αλήθεια λέω δεν με απειλεί κάνεις).
Artwork: Ευτυχία Μαγουνάκη

