Elvira και Bruno
Ο Μίλτος χάζευε τον ουρανό από το παράθυρό του. Σήμερα είχε πανσέληνο και το φως της τρόμαζε τα υπόλοιπα αστέρια, κάνοντας τα να κρύβονται σε σχέση με το πόσο φώτιζαν τις άλλες μέρες. Και εκείνος φοβόταν λίγο το τριήμερο που το φεγγάρι είναι ολόκληρο. Νομίζει ότι τον κοιτάει απειλητικά και τον αναγκάζει να τα νιώθει όλα πιο έντονα κι αληθινά. Όταν η γιαγιά του μίλησε για την οικογένειά τους, είχε αναφέρει ότι η πανσέληνος τους έκανε πιο ισχυρούς και αποδοτικούς. Όμως, για εκείνον ήταν τρεις μέρες και νύχτες γεμάτες εφιαλτικά όνειρα και φωνές στο κεφάλι του, οράματα και πικρό κατακάθι καφέ. Αυτή η φορά δεν ήταν διαφορετική. Ένα προαίσθημα που εννοείται δεν μπορούσε να προσδιορίσει, του ζητούσε να βγει προς τα έξω και να πάει κάπου που λογικά δεν θα ήθελε καθόλου. Φόρεσε, λοιπόν, ένα πουλόβερ και καθαρές κάλτσες, έδεσε τα μαλλιά του ψηλά και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Πριν βγει προσπάθησε να βρει τα κλειδιά του στο έπιπλο δίπλα από το κάσωμα της. Φευγαλέα το βλέμμα του στράφηκε σε ένα αντικείμενο που έμοιαζε να λάμπει στο σκοτεινό δωμάτιο. Η τράπουλα της γιαγιάς του. Κάτι του ψιθύρισε να την πάρει μαζί του. Έδεσε ένα μικρό μαχαίρι στην κοιλιά του και κατευθύνθηκε προς τα κάτω. Προσπαθούσε να πατάει σιγά στα σκαλιά ώστε να μην κάνει φασαρία. Όχι ότι υπήρχε έστω ένα άτομο που να κοιμάται σε αυτό το κτίριο, αλλά δεν ήθελε να τραβήξει την προσοχή κανενός. Παρ’ όλα αυτά η Μύρια που έφτιαχνε μία ζεστή σοκολάτα και μία κούπα καφέ στην κουζίνα τον είδε αλλά δεν είπε τίποτα. Πρώτον γιατί δεν μιλούσε σε κανέναν και δεύτερον γιατί ήξερε ότι, όταν το φεγγάρι είναι γεμάτο, δεν ήθελε να ξέρει τις δουλειές του μάντη.
Ο Μίλτος βγήκε επιτέλους από το κτίριο και άφησε μία ανάσα που ένιωθε ότι κρατούσε αρκετά λεπτά. Ξεκίνησε να περπατάει προς κάποια κατεύθυνση χωρίς να πολύ καταλαβαίνει που πηγαίνει. Οι δρόμο ήταν αρκετά σκοτεινοί και εντελώς άδειοι. Βγαίνοντας σε έναν σχετικά μεγάλο δρόμο κινήθηκε δεξιά, έπειτα αριστερά και χώθηκε σε άλλο ένα στενό. Έφτασε. Ήξερε ότι δεν θα του αρέσει το μέρος. Ήταν ένα παλιό καφενείο που σύχναζαν ύποπτα πρόσωπα και για ύποπτους σκοπούς. Η εσωτερική πάλη του να μείνει ή να φύγει τον είχε κουράσει, έτσι μάζεψε όσο θάρρος είχε, άνοιξε την πόρτα και κατευθύνθηκε προς το τραπέζι που έπρεπε. Τράβηξε μία καρέκλα και κάθισε. Απέναντι του ήταν ένας μεγαλόσωμος άντρας, με φανερή αραίωση, χρυσά δαχτυλίδια και ένα εργοστασιακό τσιγάρο στα χείλη.
«Ποιος σου είπε να κάτσεις;»
«Ξέρω ποιος είσαι». Αυτό δεν ήταν αλήθεια.
«Αφού ξέρεις ποιος είμαι, θα ξέρεις και ότι δεν μου αρέσουν οι απρόσκλητες παρέες»
«Ξέρω και τι θέλεις να μάθεις». Αυτό ήταν αλήθεια.
Ο άντρας γέλασε. «Παιδιά, ελάτε να δείτε, μπήκε καφετζού. Διαβάζεις και την παλάμη γιατί δεν φαίνεσαι πολύ μαύρος»
Ο Μίλτος για λίγα δευτερόλεπτα ένιωσε την ανάγκη να στρέψει το κεφάλι του προς τα δεξιά και τότε πρόσεξε την σερβιτόρα. Μία κοπέλα κοντά στην ηλικία του, με μαύρα σγουρά μαλλιά, σκούρο δέρμα και έντονα μελί μάτια που ήδη τον κοιτούσαν. Του έκαναν νόημα να κοιτάξει αριστερά του και τότε πρόσεξε ένα αγόρι στην ηλικία του με παρόμοια χαρακτηριστικά να τον κοιτάζει το ίδιο επίμονα. Νιώθοντας εξαιρετικά άβολα ο Μίλτος ξανακοίταξε τον άντρα μπροστά του, ο οποίος γελούσε ακόμα με τους φίλους του. Ξερόβηξε και έβγαλε την τράπουλα από την τσέπη του παντελονιού του. Ξεκίνησε να ανακατεύει να κόβει και να ξανά- ανακατεύει.
«Ξέρω ότι άνοιξες πρόσφατα μαγαζί, ξέρω ότι δεν έχεις άδειες αλλά πολύ καλές άκρες, ότι κερατώνεις την γυναίκα σου και πόσοι δουλεύουν για σένα και καθαρίζουν τα πτώματα όσων καθαρίζεις. Επίσης γνωρίζω και αυτά που θες να μάθεις.» Ο Μίλτος απορούσε που βρήκε αυτό το θάρρος μέσα του. Άκουσε το «κλικ» και ένιωσε κάτι μεταλλικό να του ακουμπάει το κούτελο. «Και κάπως έτσι πεθαίνω μάλλον» είπε από μέσα του.
«Αφού είσαι τόσο καλός, πες μου πού είναι αυτό που ψάχνω και πού θα το βρω»
Ο Μίλτος άπλωσε την τράπουλα σε μοτίβα και ξεκίνησε να διαβάζει χωρίς να μιλάει ακόμα. Προσπαθούσε να μην τρέμει και να μην εστιάζει στην αίσθηση του μετάλλου στο κεφάλι του.
«Αυτό που ψάχνεις βρίσκεται μαζί με κάποιον που δεν θα μπορέσεις ποτέ να κερδίσεις. Αυτός δεν είναι μόνος του αλλά δουλεύουν άλλοι για αυτόν. Θα βγάλεις κάποια λεφτά, το μαγαζί σου όμως θα κλείσει. Όχι επειδή δεν πληρώνεις φόρους, ένσημα και κάνεις ρευματοκλοπή. Απλά θα πεθάνεις. Λίγο πριν νομίσεις ότι κέρδισες θα πεθάνεις μπροστά σε όλους.» Μάζεψε την τράπουλα του ξανά για να μην λερωθεί από τα αίματα που πρόκειται να πεταχτούν αφού εκραγεί το κεφάλι του, σήκωσε το βλέμμα του και τον κοίταξε. Ένιωσε το μίσος και τον θυμό. «Τον δικό μου θάνατο γιατί δεν τον βλέπω;» αναρωτήθηκε.
«Είσαι ένας τσαρλατάνος και ψεύτης που δεν ξέρει ούτε τι λέει ούτε τι κάνει. Ξέρεις τι παθαίνουν όσοι με κοροϊδεύουν μέσα στα μούτρα μου;»
Λίγο πριν τραβήξει την σκανδάλη ακούστηκε μία κραυγή πόνου. Και μετά άλλη μία. Ο άντρας γύρισε να κοιτάξει τι γίνεται και ο Μίλτος βρήκε την ευκαιρία να τρέξει προς την πόρτα. Άκουσε ένα «μπαμ» πίσω του αλλά χτύπησε το κάσωμα και όχι εκείνον. Έτρεξε με όλη του την δύναμη προς τα στενά που τον πάνε σπίτι. Σχεδόν είχε φτάσει όταν κατάλαβε ότι τον παρακολουθούν. «Έλα ρε πούστη μου» σκέφτηκε. Έβγαλε το μαχαίρι του από την θηκούλα στην κοιλιά του και προσπάθησε να μην κοιτάξει πίσω.
«Τζάμπα μάντης είσαι άμα δεν καταλαβαίνεις όταν κάποιος σε ακολουθεί» άκουσε μία αντρική φωνή πίσω του. Έμεινε ακίνητος, καθώς περίμενε να ακούσει την γυναικεία φωνή να ακολουθεί. «Ένα ευχαριστώ που σώσαμε το τομάρι σου δεν ακούσαμε.» Σήκωσε το βλέμμα του και είδε τα δύο αδέρφια. Ήταν σκουρόδερμα, με ωραία σγουρά μαλλιά και τα μελί τους μάτια φώτιζαν από την πανσέληνο. Δεν ένιωσε κίνδυνο αλλά πολύ ενέργεια.
«Ποιοι είστε, γιατί με ξέρετε και τι θέλετε από μένα»
«Ελβίρα»
«Μπρούνο»
«Δεν ξέρουμε πώς σε ξέρουμε, αλλά σε είδαμε σήμερα να έρχεσαι» απάντησε το κορίτσι.
«La temperanza, la luna»
«Ταρώ; Ποιοι είστε;»
«Καινούριοι στην πόλη. Χρειαζόμαστε την βοήθεια σου. Ολονών σας. Εκτός από παράνομοι και άφραγκοι τώρα μας ψάχνει και αυτός από τον οποίο σε σώσαμε. Πρέπει να μας βοηθήσεις να βρούμε την αδερφή μας.
«Γιατί;»
«Άκου. Πριν κάποιους μήνες είχες δει ένα όνειρο. Εμπόριο λευκής σαρκός. Η αδερφή μας ήταν μέσα σε αυτές τις γυναίκες. Εκείνη σε είδε. Μας το είπε. Όμως, πια δεν μπορούμε να την βρούμε.
«Πώς σας την έδωσε»
«Αστρική προβολή. Τι, μόνο εσύ μπορείς νομίζεις; Πρέπει να μας βοηθήσεις. Ξέρουμε τι κάνετε με τους άλλους. Για όλους.»
«Εσείς ποιοι είστε ακριβώς.»
«Εγώ είμαι μάντης, όπως εσύ. Τουλάχιστον έτσι λες…» λέει ο Μπρούνο κοροϊδευτικά.
«Εσύ;»
«Και ‘γω. Των νεκρών.»
Artwork: Moth