The glow, pt.2 - The microphones
“I miss my closest friend/ and now I cling to rocks and wind/ it's a precious thing we lost”
Αρχικά ευχαριστώ τον Γιώργο για την πρόταση του άλμπουμ μετά το απελπισμένο μου κάλεσμα για προτάσεις φρέσκιας μουσικής, μέσα στην παράνοια του εννιάωρου ταξιδιού μου από την Ξάνθη προς την Αθήνα. Ήταν από τα άλμπουμ τα οποία δεν χρειάστηκε να ακούσω δεύτερη φορά για να το εκτιμήσω, από τα πρώτα τρία τραγούδια ήξερα ότι έχω να κάνω με κάτι που θα ξανάκουγα σύντομα.
“I forgot my songs, the Glow is gone”
Το “The glow, pt.2” είναι ο τρίτος δίσκος των “the microphones” ενός συγκροτήματος που ενώ χαρακτηρίζεται ως indie-rock και indie-folk, συνδυάζει μουσικά είδη όπως η black metal, η ambient, η avant-garde, η alternative rock, το shoegaze, το lo-fi, και νομίζω πως μπορώ να συνεχίσω να απαριθμώ μουσικά είδη επ’ άπειρον, καθώς το άλμπουμ δεν φαίνεται να περιορίζεται σε κάποιο συγκεκριμένο. Δημιουργεί έναν κόσμο ολοκληρωμένο στον οποίο εναρμονίζονται κάθε είδους ήχοι - όχι με την αυστηρή έννοια της αρμονίας στην κλασική μουσική, αλλά με την ελευθερία που εναρμονίζονται και συνυπάρχουν και διαφορετικοί άνθρωποι παρά τις διαφωνίες ή ακόμα και παραφωνίες τους.
“I got hit hard I'm on the ground, and if you swing again I'll duck/ but I wish you the best of luck you deserve yourself”
Το αγαπημένο μου πράγμα στο άλμπουμ είναι τα transitions από το ένα τραγούδι στο άλλο. Παρ’ ότι τα κομμάτια είναι αρκετά ετερόκλιτα μεταξύ τους σε ύφος, ο τρόπος που διαδέχονται το ένα το άλλο σε ένταση και σε bpm είναι απόλυτα ομαλός χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπάρχει κάποιου είδους κλιμάκωση ή γραμμική κατάταξη από το πιο ήπιο στο πιο έντονο. Οι αντιθέσεις, μουσικά τουλάχιστον, είναι έντονες και παράλληλα απόλυτα φυσικές. Ο Phil Elverum από τη μία συνθέτει folk μπαλάντες με χαμηλούς τόνους και ύφος που σε κάνει να κοιτάς έξω από το παράθυρο σου ένα βροχερό μελαγχολικό απόγευμα και από την άλλη χαώδη θυμωμένα σχεδόν ροκ, ίσως και μέταλ, κομμάτια γεμάτα ηλεκτρικές κιθάρες και μπάσα.
“There’s no end, there’s no glory, there’s a slow resounding story.”
Ούτε κάποιου είδους ξεκάθαρο storytelling υπάρχει αναφορικά με τους στίχους, παρόλο που υπάρχει μια ευρεία θεματική που θα μπορούσαμε να πούμε ότι το διακρίνει. Το “glow”, η λάμψη δηλαδή, φαίνεται να είναι η φωτιά, όπως προδίδεται και στο εξώφυλλο του άλμπουμ, ένα στοιχείο της φύσης που διατρέχει πολλά από τα κομμάτια του άλμπουμ όπως και η φύση.
“I couldn’t get through September without a battle./ I faced “death” with my arms swinging but in the cave I heard my own breath and had to face that I’m still living.”
Στιχουργικά το άλμπουμ θίγει συμβολικά μεν, ξεκάθαρα δε, την αγάπη και την απώλεια, δύο θεματικές αλληλένδετες. Τα κομμάτια έχουν βαθιά μελαγχολικούς στίχους και περιτριγυρίζονται από μια θλίψη με την οποία ωστόσο φαίνεται να έχει συμφιλιωθεί ο συνθέτης και άρα να την μετουσιώνει σε μουσική.
“But there's no hope for me, I've been set free, there's no breeze there's no ship on my sea”
Το άλμπουμ εισάγεται με riff και μελωδία ακουστική κιθάρας και στίχους τραγουδισμένους με έναν ελαφρώς spoken-word τρόπο. To “I want wind to blow” θέλει να νιώσει, να αισθανθεί και να σε πάρει μαζί του έναν κόσμο μακριά από το μούδιασμα της καθημερινότητας. Το κομμάτι που το διαδέχεται, το οποίο έχει και το όνομα του άλμπουμ, ενώ για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου ξεκινάει με το ίδιο riff, το επόμενο έχει μετατραπεί σε μέταλ power chords κάτι που δεν διατηρεί καν σε όλη τη διάρκεια του κομματιού καθώς μετά από αυτό το ξέσπασμα επιστρέφει στο folk ήχο του πρώτου κομματιού.
“But the moon just stared back at me/ And in its light I saw my two feet on the ground”
Το “the moon” το οποίο ενέπνευσε και το παρόν άρθρο καθώς εντάσσεται στη θεματική του φεγγαριού είναι ίσως από τα κομμάτια που συμπυκνώνουν καλύτερα τον ήχο του άλμπουμ. Το “my roots are strong and deep” θυμίζει έντονα νανούρισμα ειδικά στην αρχή ενώ έπειτα ο ήχος του αρχίζει να γίνεται πιο ηλεκτρονικός κάνοντας bounce back όμως στο μητρικό σχεδόν τρόπο τραγουδίσματος του, το οποίο διαδέχεται ένα instrumental ακουστικό χάδι μεταφερόμενο από αριστερό στο δεξί αυτί και πίσω. Και φυσικά μετά από μία απαλή ζεστή αγκαλιά πρέπει να διαταραχθεί αυτή η ασφάλεια καθώς το “the mansion” θυμίζει κάλεσμα μοναχικού δέντρου σε αποψιλωμένο δάσος. Το ντουέτο “something” και “something-1” ισορροπούν τέλεια ανάμεσα στην φαντασία και το επιτηδευμένα ανέμπνευστο, με ήχο που μοιάζει με το παράπονο και ύστερα το κλάμα ενός τσαλακωμένου αλουμινόχαρτου.
“Oh! the size of my empty lap!/ But Oh! My Map to distant foothills rise!”
Η επόμενη βόμβα συναισθημάτων, για μένα είναι το “map” το οποίο σε ενοχλεί τόσο ελαφρά που σε αγκαλιάζει. Το προσωπικό αγαπημένο μου “you’ll be in the air” έχει κάτι το ανεξήγητα ευγενές και ταυτόχρονα κάτι ανείπωτο που κατάφερε να επικοινωνήσει συνοδευόμενο από το “I want to be cold” ένα τραγούδι που επίσης αναζητά ένα αντίδοτο στην αδράνεια και τη βαρεμάρα. Έτσι, εισάγεται και το “I'm bored”.
“I recalled my fire/ and my lack of dawn/ my one sided warmth:/ I’d just wanted more/ but I’m small. I’m not a planet at all./ I’m small./ We’re all.”
Στο “I felt my size” έχουμε την μετάφραση των ανθρωπίνων συναισθημάτων όπως η δίψα για το κάτι παραπάνω στη γλώσσα της φύσης. Επικό ως είναι το “Instrumental-2”, γεφυρώνει το “I felt my size” με το “I felt your shape” δύο κομμάτια που αν και δεν είναι είναι διαλογικά ή σχετικά επικοινωνούν.
“You'll be in the air/ You'll bear fruit, your bare feet/ Your bare arms in the heat/ You'll be able to feel your might”
Σίγουρα δεν θα πρότεινα να ακούσει κανείς μεμονωμένα τραγούδια του άλμπουμ, εν μέρει γιατί απ’ την πρώτη φορά το άκουσα ολόκληρο και δεν θα μπορούσα να φανταστώ να ακούσω το «You’ll be in the air» χωρίς να ακολουθήσει «I want to be cold». Φυσικά, γι’ αυτό δεν ευθύνεται η ποιότητα των τραγουδιών, αλλά το γεγονός ότι ακούγοντας ένα μόνο τραγούδι του άλμπουμ, ενώ σου δίνει μια γεύση του μουσικού ύφους του δίσκου, μένει πολύ διαφορετική εντύπωση από το να άκουγες ένα άλλο, με 20 διαφορετικά τραγούδια άρα 20 διαφορετικές εντυπώσεις για τον ήχο που κυριαρχεί στον δίσκο.
“With limp arms I can feel most of you. I hung around your neck independently and my feeling of loss was overwhelmed by this new depth I don’t think I ever felt. But I don’t know. ”
Σε περιγραφές ίσως καλύτερες από τις δικές μου το άλμπουμ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «αναπνοή ενός καλωδίου» ή «διεστραμμένο θρόισμα φύλλων». Ταυτίζομαι περισσότερο με την πρώτη καθώς μαζί με το καλώδιο, ένα αντικείμενο άψυχο χωρίς την ικανότητα της αναπνοής, όπως ο άνθρωπος ή ακόμα και ένα φυτό, αναπνέω κι εγώ, ένα όν που ομολογουμένως έχει κατακτήσει αυτή την «δεξιότητα» χρόνια τώρα, αλλά πού και πού δυσκολεύεται να την εξασκήσει.
“The sun went down. The power’s still out./ It’s cold. My blood barely flows.”
Artwork: Νάντια Σαμπατάκου