Με ένα τρίγωνο στο χέρι
Η σημερινή μέρα -24 Δεκέμβρη- κάθε φορά μου θυμίζει τα παιδικά εκείνα χρόνια που τραγουδούσαμε τα κάλαντα. Πιθανότατα ήταν η μοναδική μέρα του χρόνου που σηκωνόμουν από νωρίς με τη θέλησή μου και ξεχυνόμουν στους δρόμους παρέα με τα υπόλοιπα παιδιά, κρατώντας το τριγωνάκι μου. Ο αέρας, μαζί με το χειμωνιάτικο κρύο, έφερνε και τα γέλια όλων των παιδιών της γειτονιάς καθώς και την άχνη των κουραμπιέδων που έτρωγαν.
Δε ξέρω τι κάνατε εσείς, αλλά νιώθω ότι την τελετουργία των καλάντων την έπαιρνα υπερβολικά σοβαρά: κατέστρωνα ολόκληρο πλάνο για το πού θα πάω και πότε, ώστε να μην αφήσω πόρτα χωρίς να τη χτυπήσω, γλυκό ή χαρτζιλίκι χωρίς να το μαζέψω στο καλάθι μου. Δε νομίζω ότι με διακατείχε ιδιαίτερα το πνεύμα των Χριστουγέννων, απλά ήθελα να βγάλω περισσότερα λεφτά απ’ όλα τα παιδιά (valid).
Θυμάμαι ότι ήθελα να σχεδιάσω χάρτη της περιοχής για να βάλω σημάδι σε όσα σπίτια έδιναν το καλύτερο κέρασμα και να πηγαίνω πάντα εκεί, αλλά μάλλον δεν είχα ιδέα από σχέδιο και έτσι τα παράτησα. Μέχρι και το Google Maps δοκίμασα, αλλά ούτε αυτό μου παρείχε κάποια ουσιαστική βοήθεια. Άλλωστε, ήξερα ήδη το μέρος απ’ έξω και ανακατωτά.
Γυρνούσα, λοιπόν, το χωριό μου με ένα τρίγωνο στο χέρι, τραγουδώντας για γνωστούς και φίλους και αγνώστους, μέχρι που νύχτωνε και επέστρεφα σπίτι για τον καθιερωμένο απολογισμό. Ωραίες εποχές. Αυτό επαναλαμβανόταν κάθε χρονιά, με εξαίρεση ίσως ορισμένες φορές που υπήρξα άρρωστη τη συγκεκριμένη μέρα (μεγάλη ατυχία).
Πλέον έχω μεγαλώσει και πάει καιρός που δεν πηγαίνω πια για κάλαντα. Δε θυμάμαι καν πότε ήταν η τελευταία χρονιά που πήγα. Μήπως δέκα χρόνια πριν; Ίσως και παραπάνω; Ήξερα άραγε τότε ότι αυτή η χρονιά ήταν και η τελευταία, ή μήπως στο μυαλό μου η παράδοση αυτή υπήρξε κάτι δεδομένο μέχρι που τελικά δεν ήταν και αναπόφευκτα ανατράπηκε όπως όλα τα πράγματα; Πάει καιρός που έφυγα από το σπίτι. Τους γείτονες πια δε τους γνωρίζω ούτε έχω λόγο να χτυπάω την πόρτα τους. Και τα παιδιά που λέγαμε μαζί τα κάλαντα, τι απέγιναν; Σκορπίσαμε όλοι για τόπους μακρινούς. Άραγε βρήκαμε τους θησαυρούς που ονειρευόμασταν, όπως όταν προσμέναμε με ανυπομονησία τα δώρα που θα λάβουμε τα Χριστούγεννα, ή μείναμε με ανεκπλήρωτες ελπίδες; Ξέρεις, τελευταία φοβάμαι πως ούτε τους στίχους που τραγουδούσαμε θυμάμαι πλέον καλά.
Αλλά δεν αφήνω τον εαυτό μου να παρασύρεται από νοσταλγικές μελαγχολίες. Γιατί και πάλι θα μαζευτούμε με τους αγαπημένους μας σε ένα ζεστό δωμάτιο με σπιτικό φαγητό και γλυκό και θα ανταλλάξουμε δώρα, και για λίγο όλα θα είναι πάλι εντάξει, ας μην το ξεχνάμε. Στο κάτω κάτω αύριο είναι Χριστούγεννα. Και σήμερα, κάποια νέα παιδιά θα χτυπήσουν την πόρτα μας να πουν τα κάλαντα, όπως εμείς άλλοτε (φτάνει μόνο να τους ανοίξουμε).

