Hi.

Welcome to my blog. I document my adventures in travel, style, and food. Hope you have a nice stay!

Νεκροταφείο μουχλιασμένων ιδεών

Νεκροταφείο μουχλιασμένων ιδεών

Η ιδέα για αυτό το κείμενο είχε το ίδιο “high” όπως όλες οι “καλές” ιδέες. Η γέννηση μιας “καλής” ιδέας έχει κάτι ηδωνικό, κάτι που σε εξιτάρει. Δημιουργεί αυτό το στιγμιαίο φτερούγισμα στην καρδιά, αυτόν τον κάπως χαλαρό κόμπο που συσπάται στο στομάχι. Μοιάζει, με έναν αλλόκοτο τρόπο, με τον έρωτα. Κάποτε μου είχαν πει “η έμπνευση είναι η πνευματική στύση”. Είμαι σίγουρη πως ο κάτοχος αυτής της φράσης ένιωσε καυλωμένος όταν την σκέφτηκε. 

Δεν πιστεύω και πολύ στην έμπνευση. Ίσως να είναι υποκριτικό να το λέω αυτό εγώ, εγώ που έχω ολόκληρη τελετουργία ανάτασης της έμπνευσης: πάντα τουλάχιστον μετά τις 20:00, ένας διπλός καφές, γνώριμη μουσική στα ακουστικά, αρκετά δυνατά για να μην μπορείς να ακούσεις το περιβάλλον σου και περπάτημα σε εσωτερικό χώρο. Πέρα δώθε στα 9 τετραγωνικά ή στα 20 ή στα 65 ή και στα 150, σαν να μιλάς στο τηλέφωνο. Γιατί στο τηλέφωνο μιλάω. Απλά η συζήτηση είναι μεταξύ εμού και του εαυτού μου.

Αν μπορείς να προκαλέσεις την έμπνευση, τότε πώς την αποκαλείς έμπνευση; Η έμπνευση είναι κάτι που έρχεται φυσικά, δεν θα έπρεπε να μπορώ να την καλέσω. Στην αρχαιότητα, παρ’ όλα αυτά, οι ποιητές καλούσαν την μούσα τους να τους εμπνεύσει. Ίσως το τελετουργικό μου να είναι ένα είδος καλέσματος. Ίσως και να έχω μερικές μούσες σε πιο ανθρώπινη μορφή. Ή και όχι.

Και να που ήδη πέρασε το “high” και ίσως αυτό να ήταν ένα “bad trip” γιατί πλέον η ιδέα αυτού του κειμένου μου φαίνεται μέτρια. Ο κύκλος των ιδεών μου έχει δύο εκδοχές. Όλες οι ιδέες μου φαίνονται καλές στη γέννηση τους. Όπως στη γέννηση οποιουδήποτε έμβιου ή άβιου όντος δεν μπορείς να το κρίνεις εκείνη τη στιγμή. Όλα στην αρχή φαίνονται γλυκά και άκακα. Καλοπροαίρετα. Σε μια καλή μέρα θα βυθιστώ στον κόσμο της ιδέας και θα την ξετυλίξω μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια, θα ασχοληθώ με κάθε σπιθαμή της υλοποίησης της, θα γράψω κάθε λέξη της, θα ζωγραφίσω κάθε γραμμή της, θα τη φωτογραφίσω από κάθε γωνία, θα χαϊδέψω τις χορδές της κιθάρας με κάθε πιθανό τρόπο και θα την ενσαρκώσω σε κάτι υπαρκτό σχεδόν χειροπιαστό. Συνήθως μετά θα πέσω για ύπνο. Την άλλη μέρα, μοιραία, το χθεσινοβραδινό μου παραλήρημα -ναι παραλήρημα- θα φαίνεται παιδικό και αστείο, αλλά ο εγκέφαλος μου θα πασχίσει να κρατήσει τον ρομαντισμό της μέθης του να πιστεύεις ότι σκέφτηκες κάτι καλό και θα προσπαθήσει να με ξεγελάσει λέγοντας μου ότι “δεν είναι και τόσο χάλια”.

Σε μια λιγότερο καλή μέρα το χανγκόβερ από τη μέθη της έμπνευσης θα καταλήξει στον πνιγμό του θιγμένου μου εγωισμού που τόλμησε να θεωρήσει ότι σκέφτηκε κάτι καλό. “Κάτι καλό”. Η φράση από μόνη της περιγράφει ελάχιστα την ιδέα. “Το να χαρακτηρίσεις κάτι καλό ή κακό περιγράφει αυτό το κάτι ελάχιστα” θα σκεφτώ. Θα γελάσω με το ποσο απερίγραπτα ματαιόδοξη ή cringe υπήρξα και θα συνεχίσω την μέρα μου. Τότε μπαίνω σε κατάσταση άμυνας και για τουλάχιστον τρεις μέρες δεν σκέφτομαι τίποτα, από το φόβο ότι θα αποτύχω ξανά στη σύλληψη μιας καλής ιδέας και θα αυτομαστιγωθώ ξανά για την ανικανότητά μου.

Άλλες φορές η ιδέα ακυρώνεται πολύ γρήγορα. Πολύ λίγο μετά τη γέννηση της η πραγματικότητα μου φέρεται βίαια και με ένα της χαστούκι με φέρνει στα καλά μου “αυτό ήταν απαίσια ιδέα, απορώ πώς μου ήρθε”. Η φράση κλειδί είναι το “πώς μου ήρθε;”. Αναγνωρίζω τον εαυτό μου ως κάποιον με καλές ιδέες. Κι όμως κάθε φορά με ακυρώνω. Σχεδόν κάθε φορά.

Τις φορές που δεν με ακυρώνω (οι οποίες μπορεί να είναι περισσότερες από όσες νομίζω) ειδωλοποιούνται στο μυαλό μου. “Μπορώ και καλύτερα” και ξέρω ότι μπορώ καλύτερα γιατί έχω υπάρξει κάτοχος μιας καλής ιδέας στο παρελθόν. Μάλλον μπορώ να το κάνω. Εκεί καθησυχάζομαι.

Έχω ίσως περισσότερα μισογραμμένα αρχεία απ’ ότι τελειωμένα. Ψεύδομαι σκεπτόμενη ότι μια μέρα θα σώσω όλες αυτές τις άτυχες ιδέες που κάποτε, στην ένδοξη γέννηση τους μου φάνηκαν καλές. Πλέον φοβάμαι να τις κοιτάξω διότι ξέρω ότι θα νιώσω απέχθεια για μια παρελθοντική εκδοχή του εαυτού μου και ξέρω ότι ίσως η απέχθεια αυτή να είναι άδικη. Έτσι ονόμασα τον φάκελο τους “νεκροταφείο μουχλιασμένων ιδεών”. Όλες αυτές οι μισοτελειωμένες -κάποτε εμπνευσμένες ιδέες, που κάθονται σαν μισοφαγωμένες συσκευασίες φαγητού στο ψυγείο περιμένοντας το πότε θα ξανανοιχτούν και ή θα καταναλωθούν επιτέλους ή θα έχουν μουχλιάσει σε σημείο που καθιστούνται πλέον άχρηστες. Μια σάπια στίβα από κάποτε λαμπρές στιγμές που πια μοιάζουν αστείες, μοιάζουν ανεπαρκείς, λίγες. Σαπισμένα κομμάτια του εγκεφάλου μου πέφτουν ένα-ένα σε άδειες σελίδες, τις γεμίζουν, θα έλεγε κανείς ότι τις αχρηστεύουν και μένουν ανεκμετάλλευτα στην αιωνιότητα -ή κάτι λιγότερο βαρύ.


Πώς έμαθα να μαγειρεύω ζώντας με μια βίγκαν

Πώς έμαθα να μαγειρεύω ζώντας με μια βίγκαν

Αναμνήσεις σε 17

Αναμνήσεις σε 17