Όλα είναι πάρα πολλά του Γιώργου Μελίτου
Περίληψη: Αυτός ο κόσμος χωρά τα πάντα: χαλασμένα αμάξια με υπαρξιακά, απένταρους ηθοποιούς, φιλόδοξα κορίτσια, μποντυμπιλντεράδες ταγμένους ενάντια στην τοξική αρρενωπότητα, γερασμένους καταστασιακούς με αντισυμβατικές ιδιολέκτους, χρηματοδοτούμενα από ΕΣΠΑ εμφυτεύματα που σε κάνουν αρκετά έξυπνο για μια θέση στο δημόσιο. Υπάρχει άραγε τρόπος να χωρέσουμε κι εμείς στο τοπίο χωρίς να θυσιάσουμε την ηθική, την ταυτότητα ή τη λογική μας;
Με σύντροφο τον χειμαρρώδη ζιλένιαλ λυρισμό ενός... λάπτοπ που αρνείται πεισματικά να γράψει λογοτεχνία, τα (μικρό)διηγήματα του Γιώργου Μελίτου παραδίδονται σαν σταυρόλεξο χρονογραφημάτων διχασμένων ανάμεσα στον κυνισμό και την τρυφερότητα. Ελπίδα τους; Να γρυλίσουν τη μόνη χρήσιμη συμβουλή επιβίωσης αυτού του αβάσταχτα πολύπλοκου κόσμου: πως τουλάχιστον δεν είμαστε και τόσο μόνοι μέσα του.
Κάποια πράγματα σίγουρα δεν μπορούν να μείνουν κρυφά σε αυτό το βιβλίο. Η αγάπη για την πόλη της Ξάνθης, τα αμάξια και την απλότητα της καθημερινότητας με όσα αυτή φέρνει μαζί της*. Σίγουρα σε κάποιο από τα διηγήματα θα μπορεί να βρει κανείς τον εαυτό του, έναν φίλο του ή έναν γνωστό του να πρωταγωνιστεί. Η γλώσσα είναι λιτή μα και ταυτόχρονα πολύπλοκη, σίγουρα κάποιες περιόδους θα χρειαστεί πολλές φορές να τις ξαναδιαβάσεις. Δεν περνάει απαρατήρητη η συνεχής χρήση της αργκό και του προφορικού λόγου, που κάποιες φορές τη νιώθω αντιαισθητική, αλλά ταυτόχρονα νομίζω ότι χρειαζόταν να μπει για να συμπληρωθεί η πρόταση. Υπήρχαν φορές που δυσκολεύτηκα να ακολουθήσω κάποια κείμενα ή να συνδεθώ, αλλά δεν μπορεί να είναι όλα για όλους.
Ο συγγραφέας μέσα από τις ιστορίες γνωστών και αγνώστων, υπαρκτών και φανταστικών προσώπων διερευνά τις αντιφάσεις και τις δυσκολίες της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Οι πρωταγωνιστές του βιώνουν την απογοήτευση, την απλότητα και την αβεβαιότητα που υπόσχεται η ζωή, ενώ η εικόνα που μένει στο τέλος είναι τόσο διαφανής που καταλήγει να είναι αποστομωτική. Ίσως μέσα από τις διηγήσεις του ο συγγραφέας εξομολογείται όλα εκείνα που φοβάται να εκφράσει, να συζητήσει και να παραδεχτεί ότι νιώθει. Ίσως πάλι η συγγραφή δεν είναι για να βγάλει κανείς τον ψυχολογικό του κόσμο μα να τον μετατρέψει σε κάτι άλλο. Είτε είναι δικές του είτε της φαντασίας του, είναι τόσο μυθικές όσο και ειλικρινείς. Χωρίς φόβο, εκφράζει το στίγμα της κατάθλιψης και του αισθήματος ότι δεν έχει μείνει τίποτα πια. Ότι όλα είναι τόσο λίγα για τον εκάστοτε χαρακτήρα, όμως στην πραγματικότητα όλα είναι πάρα πολλά. Πολλά για να αντέξει, πολλά για να διαχειριστεί, πολλά για να πιστέψει ότι είναι όντως εκεί.
Προσωπικά εκτιμώ βαθύτατα τις σελίδες στα μέσα του βιβλίου, στις οποίες ο συγγραφέας φαίνεται να συνομιλεί με τον εκδότη του. Μετά μιλάει με περισσότερη στοργή για κάθε διήγημα, από πού εμπνεύστηκε, ποιανού είναι η ιστορία, μερικές λεπτομέρειες, αφιερώσεις και προτείνει μουσικά κομμάτια για το κάθε ένα κείμενο.
Από όλα τα διηγήματα ξεχώρισα κάποια περισσότερο. Το «Σφηνάκια επανεκκίνησης» γιατί είναι σαν άσκηση δημιουργικής γραφής και τα βρήκα όλα εξαιρετικά έξυπνα. Το «Ντίλι» για τους προφανείς λόγους. Μία μικρή ιστορία φαντασίας που αφήνει επίγευση καφέ από ένα κυριακάτικο συννεφιασμένο πρωινό στην Ξάνθη. Το «Κουφαράκι ελεύθερο» γιατί με συγκίνησε και σε μόνο δύο σελίδες με έκανε να ταυτιστώ και να νιώσω τον πόνο και την μετάνοια, να αλλάξω γνώμη και να κάνω επανεκκίνηση. Το «Δίπλωμα» γιατί είναι αστείο και χαριτωμένο. Επίσης, δεν έχω δίπλωμα (παρόλα αυτά μέσα από αυτό το βιβλίο έμαθα πολλές ορολογίες για τα αμάξια και τώρα νιώθω πιο σίγουρη για το πρώτο μάθημα). Το τελευταίο είναι το «Ανεμογεννήτριες» γιατί είναι μία ειλικρινής συγγνώμη και όλοι οι απλοί άνθρωποι που δεν έχουν επιλογές σε πραγματικό χρόνο πρέπει να έχουν δικαίωμα στην συγγνώμη και υποχρέωση να πουν «είμαι λάθος και κάνω κάτι για αυτό».
Ενδιαφέρον έχει και η αισθητική του εξώφυλλου και του οπισθόφυλλου του βιβλίου. Είναι ένα κάδρο πολύπλοκο με στοιχεία από κάθε διήγημα. Το μπροστινό είναι ζωηρό, γεμάτο χρώματα, ενώ το πίσω γκρίζο και θολό, σαν καπνός που χάνεται στον αέρα. Σαν τα ίδια τα κείμενα που γράφτηκαν, ξαναγράφτηκαν, πέρασαν από διαγωνισμούς και τώρα μπορούμε να τα διαβάσουμε όλα μας. Είναι η ώρα τους να απολαύσουν την προσοχή και να κάνουν χώρο στα επόμενα. Τουλάχιστον ελπίζω.
Συνολικά, είναι μία πολύ ωραία δουλειά. Διατηρείται το συγγραφικό στυλ του Γιώργου Μελίτου που γνωρίσαμε στο προηγούμενο του βιβλίο με τίτλο «ΧΡΑΚ!» και εδώ. Είναι συγκινητικό και παιχνιδιάρικο, ειλικρινές και ταυτόχρονα πίσω από τις λέξεις και τους χαρακτήρες κρύβεται η βαθιά αλήθεια κάποιου που ίσως είναι λιγότερο ευχάριστη από όσα μπορούμε να αντέξουμε. Γιατί είμαστε όλοι άνθρωποι και όλα είναι όντως πάρα πολλά.
*και τους tool
Artwork: από το οπισθόφυλλο του βιβλίου “Όλα είναι πάρα πολλά”