Hi.

Welcome to my blog. I document my adventures in travel, style, and food. Hope you have a nice stay!

Σχεδόν θαύμα

Σχεδόν θαύμα

«Αχ πόσο μου αρέσουν τα Χριστούγεννα. Λαμπάκια, στολίδια, ΓΚΛΙΤΕΡ! Υπάρχει κάτι καλύτερο;» είπε ο Μίλτος, όσο είναι περικυκλωμένος από κούτες και με δύο γιρλάντες περασμένες στο λαιμό του σαν φουλάρια. Σήκωσε ένα μικρό στολίδι από μία κούτα και ξεκίνησε να το ξεσκονίζει με ένα πανάκι που είχε ασφαλίσει στην ζώνη του όσο το χάζευε με μάτια που έλαμπαν από ανυπομονησία και χαρά. Ξάφνου γύρισε το κεφάλι του απότομα προς τα δεξιά και μετά από λίγα δευτερόλεπτα ακούστηκε ένα δυνατό φτέρνισμα και μπήκε στο σαλόνι η Στέλλα με δύο κούτες την μία πάνω στην άλλη.

«Σε σιχαίνομαι. Έχω αλλεργία στην σκόνη και το ξέρεις…γιατί με βάζεις να μπαίνω στο υπόγειο;»

«Η μεγάλη μάγισσα Στέλλα έχει αλλεργία στην σκόνη και δεν μπορεί να κρατήσει το φτέρνισμά της…θα βάλω την γάτα μου να κλάψει. Εσύ δεν υποτίθεται ότι μπλέκεις συνέχεια σε πορείες, σε κυνηγάει η ασφάλεια και τρως δακρυγόνα για πρωινό;»

«Από ψευτό - μάντες που φοράνε άσχημα χριστουγεννιάτικα πουλόβερ που τους έστειλε η γιαγιά τους δεν δέχομαι κοροϊδία.» απάντησε θυμωμένα η Στέλλα.

«Α έτσι; Μην ξαναέρθεις να μου πεις ότι σου αρέσει κάποιος και αν βλέπω μέλλον μεταξύ σας γιατί θα σου ζητήσω ένα εκατοστάρικο πρώτα.»

Η Στέλλα δεν απάντησε παρά πέταξε τις κούτες στο πάτωμα και πήρε την μορφή του Μίλτου, κάνοντας σχεδόν μία ολόιδια ρέπλικα με τον πραγματικό που είχε μπροστά της. Άρχισε να τον κοροϊδεύει και να κάνει γκριμάτσες μέχρι που ένα μαχαίρι πέταξε ανάμεσά τους με φανερό στόχο το δέντρο το οποίο, ευτυχώς, ο πραγματικός Μίλτος πρόλαβε να κουνήσει μία στιγμή πριν καρφωθεί αυτό και το χέρι του στον τοίχο.

«Τι στο καλό γίνεται εδώ μέσα;» ρώτησε ο Ρίου. 

«Στολίζουμε» απαντήσαν οι δύο πλέον Μίλτοι απλά ο ένας με πολύ περισσότερη χαρά.

«Μισώ το γκλίτερ.» απάντησε εκείνος.

«Καλά, θα μας φαίνονταν περίεργο αν ίσχυε το αντίθετο βέβαια.» ακούστηκε μία φωνή την οποία ακολούθησε η μορφή της Σαγήνης. «Γιατί έχουμε δύο Μίλτους;» Τότε η Στέλλα ξαναπήρε την δική της μορφή. Κατευθύνθηκε προς μία πράσινη πολυθρόνα και βυθίστηκε εκεί. Έβγαλε τον καπνό από την τσέπη του τζιν της και ξεκίνησε να στρίβει ένα τσιγάρο ζητώντας σιωπηλά ένα διάλειμμα. Η Σαγήνη την ακολούθησε και κάθισε στον καναπέ δίπλα της, έβγαλε ένα τσιγάρο από την ταμπακιέρα της και το άναψε. Ο Μίλτος συνέχισε να ξεσκονίζει τα στολίδια και ο Ρίου έμεινε πίσω από τον πάγκο της κουζίνας κάνοντας ότι πίνει τον καφέ που κατέβηκε από το δωμάτιο του για να φτιάξει. Δεν βρίσκονταν ποτέ όλοι τους για πολύ μέσα στο σπίτι όποτε το κλίμα ήταν κυρίως άβολο και κάπως σουρεαλιστικό δεδομένου των χριστουγεννιάτικων στολισμών. Την προσοχή του τράβηξε ένα συννεφάκι μπλε καπνού που είδε να τον περιτριγυρίζει και να παίρνει πράγματα από τον πάγκο εξαφανίζοντας τα μαζί του. 

«Γεια σου και σένα Μύριαμ.» ακούστηκε ο Μίλτος να λέει ειρωνικά. 

Τότε το συννεφάκι εξαφανίστηκε και την θέση του πήρε ένα κορίτσι 15 χρονών με μακριά μελαχρινά μαλλιά και λευκές τούφες. Τα μάτια της προσπάθησαν να μην προδώσουν την έκπληξη και την ντροπή που ένιωσε που την κατάλαβαν. 

«Συγγνώμη. Πολύ κόσμος.» είπε μονοκόμματα και έφυγε προς το δωμάτιο της. 

«Γιατί την τρόμαξες;» ρώτησε νευριασμένος ο Ρίου και έφυγε προς την ίδια κατεύθυνση με εκείνη. 

Η ατμόσφαιρα έγινε ακόμα πιο άβολη. 

«Τα δίδυμα που είναι;» ρώτησε η Σαγήνη 

«Πελάτες» απάντησε η Στέλλα. «Μία κυρία έχασε τον σκύλο και τον άντρα της και θέλει να δει ποιος από τους δύο ζεi.»

Τότε ο Μίλτος κοίταξε απότομα τα δύο κορίτσια και τα μάτια του έγιναν λευκά και έλαμψαν. « Έπιασαν τον Λοκ» 

Τα δύο κορίτσια πετάχτηκαν από τις θέσεις τους και πήγαν γρήγορα προς το μέρος του. «Τι εννοείς τον έπιασαν, ποιοι τον έπιασαν»

«Τώρα θα μας τα πει ο ίδιος» απάντησε και έπειτα επανήλθε.  Προσπάθησε να σταθεί από κάπου και να ξανασυγκεντρωθεί στην πραγματικότητα. 

Την επόμενη στιγμή εμφανίστηκε ο Λοκ γεμάτος αίματα, λαχανιασμένος και με σκισμένο το κατάλευκο πρόσωπο του. Έβγαλε την κουκούλα του και κοίταξε με τα κόκκινα μάτια του τους τρεις τους. «Καλά είμαι. Σκυλιά. Ο Ρίου δεν μου είπε τίποτα.»  είπε και πήρε τον δρόμο για τις σκάλες. Οι υπόλοιποι κοιτάχτηκαν και προσπάθησαν να μην γελάσουν. Ξεκίνησαν να στολίζουν.


ΛΟΚ

Ο Λοκ αποφάσισε να μην ανέβει τα επόμενα σκαλιά και να μείνει στον δεύτερο όροφο για λίγο. Κοίταξε την πόρτα της Μύριαμ. Έβαλε το χέρι στην τσέπη του και έπιασε ένα στολίδι σε σχήμα μίας μικρής ντομάτας. Ήθελε τόσο πολύ να πάει να της μιλήσει αλλά δεν μπορούσε. Να της πει ότι εκείνο το στολίδι είναι για εκείνη, ότι το είδε και την θυμήθηκε. Έστω να την ρωτήσει τι κάνει. Αλλά κανείς από τους δύο δεν ήξερε αρκετές λέξεις για αυτά και εκείνη τους αποφεύγει όλους εκτός από τον Ρίου, πόσο μάλλον τον ίδιο, που τα μάτια και το δέρμα του την τρομάζουν. Αποφάσισε να αφήσει απλά το στολίδι στην πόρτα της και να μην πει τίποτα. Έπειτα ανέβηκε τα σκαλιά και κλείστηκε στο δωμάτιο του. Έβγαλε την ματωμένη του μπλούζα και την πέταξε στο πάτωμα. Άνοιξε το παράθυρο για να τον χτυπήσει ο Βοριάς. Κοιμήθηκε.

Μετά από κάποιες ώρες που έπρεπε να γυρίσει στην δουλειά, άνοιξε την πόρτα του και βρήκε στο πάτωμα ένα μικρό χαρτάκι με ζωγραφισμένο ένα κουνέλι και την λέξη «Εφχαριστο» γραμμένη.  Κάτεβηκε γρήγορα τις σκάλες μήπως την προλάβει αλλά η πόρτα της ήταν κλειστή. Συνέχιζε να κατεβαίνει μέχρι που έφτασε στο σαλόνι που ήταν άδειο και αντίκρισε το δέντρο στολισμένο και με χρωματιστά λαμπάκια να αναβοσβήνουν. Έμεινε να κοιτάζει με δέος ένα θέαμα που δεν είχε ξαναδεί ποτέ στα 15 χρόνια που ζούσε, όσο έσφιγγε την ζωγραφιά στο χέρι του.


Οδηγίες για τις γιορτές που θέλουμε ή «Όποιος πει και του χρόνου, θα εννοεί πως δεν τελειώσαμε φέτος»

Οδηγίες για τις γιορτές που θέλουμε ή «Όποιος πει και του χρόνου, θα εννοεί πως δεν τελειώσαμε φέτος»

εδώ μπαίνει ο τίτλος

εδώ μπαίνει ο τίτλος