Τάνια χωρίς Νατάσσα
To παρόν κείμενο γράφτηκε τον Μάρτιο του 2023, μετά από τα γεγονότα που συνέβησαν στις 28 Φλεβάρη/ξημερώματα 1ης Μαρτίου και ό,τι ακολουθήθηκε στην πορεία των ημερών. Αποτελεί ανεξάρτητο μέρος της σειράς διηγημάτων που ίσως κάνω μία μέρα βιβλίο αλλά μέχρι τώρα ανεβάζω στο GUM και μαζί με τους χαρακτήρες ανήκουν όλα στον φανταστικό κόσμο που έχω δημιουργήσει. Δεν έχει σκοπό να προσβάλλει, να μειώσει ή να εκμεταλλευτεί το κρατικό έγκλημα των Τεμπών, παρά να το αναδείξει. Ως συγγραφέας αυτού του κειμένου, υπήρξα εξαιρετικά τυχερή και δεν έχασα κανέναν εκείνη την νύχτα, αλλά έγραψα αυτό το διήγημα γιατί δεν μπόρεσα να βρω άλλο τρόπο για να εκφράσω τον θυμό και την έκρηξη που ένιωθα και συνεχίζω να νιώθω.
Trigger Warning: θάνατος από σιδηροδρομικό δυστύχημα
“ΤΑΝΙΑ, Τάνια πού είσαι; Κάποιος, βοήθεια πρέπει να την βρω”.
“Τι έγινε ρε Μίλτο, γιατί φωνάζεις μέσα στην νύχτα, σε λίγο ανοίγει το μαγαζί”
“Κανένα μαγαζί. Πριν 2 ώρες σημειώθηκε δυστύχημα έξω από τον κάμπο. Μετωπική δύο τρένα. Το ένα…”
Δεν πρόλαβε να τελειώσει την πρόταση καθώς ένιωσε την Τάνια να κινείται προς το μέρος τους. Αργότερα είδε την φιγούρα της να μπαίνει στα καμαρίνια. Τα χέρια της έτρεμαν, η φωνή της χαμηλή. “Τι θες να πεις;”. Η κούπα στα χέρια της ήταν βρεγμένη από τον καφέ που χυνόταν.
“Τάνια, το ένα τραίνο ήταν εμπορικό, κουβαλούσε μόνο εμπορεύματα και πράγματα. Άγνωστα. Μόνο οι μηχανοδηγοί πέθαναν. Όμως το άλλο ήταν επιβατικό, τα πρώτα τρία βαγόνια εκτροχιάστηκαν από τις ράγες και οι άνθρωποι σε αυτά…”
“…και για τα υπόλοιπα;”
“Όσοι πρόλαβαν να βγουν είναι ζωντανοί, πολύ τραυματισμένοι, κάποιοι σε κρίσιμη κατάσταση… Όσοι δεν κατάφεραν να βγουν, κάηκαν. Το τραίνο τυλίχτηκε στις φλόγες.”
“Η κόρη μου…”
Ο Μίλτος ένιωσε την Νατάσσα και τόσους άλλους να πεθαίνουν εκείνη την νύχτα. Οι φωνές στο κεφάλι του δεν έλεγαν να σταματήσουν. Η αίσθηση της φωτιάς πάνω στο δέρμα του τον τρέλαινε μέχρι που ξύπνησε. Έπρεπε να ψάξει την Τάνια. Είναι μία γυναίκα που στα σαράντα της χρόνια παραμένει ιδιαίτερα γοητευτική. Δουλεύει ως τραγουδίστρια στο μαγαζί τους, μία φορά την εβδομάδα. Έχει κοντά μελαχρινά μαλλιά, λεπτά χείλη και ταλαιπωρημένο δέρμα, σπασμένο στα χέρια και στον λαιμό φανερώνοντας την ηλικία της. Είχε μία κόρη την Νατάσσα. Η Νατάσσα χάθηκε εκείνη την νύχτα. Βρισκόταν στο πρώτο βαγόνι.
Η Τάνια γονάτισε και έπεσε στο πάτωμα, προσπαθώντας να ανασάνει. Από το παράνομο ραδιοφωνικό σταθμό ακούστηκε η είδηση και μετά η λίστα με τους πρώτους νεκρούς. Η Νατάσσα ήταν μέσα σε αυτούς. Αστυνομία, πυροσβεστική και περίθαλψη μόλις είχε φτάσει. Η ώρα είχε πάει τρεις.
Άρχισαν να ακούγονται φωνές γύρω από τον Μίλτο. Ήταν οι φωνές δεκάδων γονέων και κηδεμόνων που έχασαν το πολυτιμότερο τους άτομο. Οι φωνές δυνάμωσαν. Κόρες και γιοί έψαχναν φίλους και συγγενείς. Η Σαγήνη κοίταζε έντρομη το κενό, ακούγοντας μόνο τον θρήνο της Τάνιας που ένιωσε ότι στοίχειωσε μια για πάντα το μυαλό της. Οι φωνές έγιναν βαθιές ανάσες, μετά πάλι φωνές και μετά έγιναν δυνατοί κρότοι, συνθήματα και φώτα από τα τζάμια. Μία πόρτα άνοιξε απότομα. Όλοι έβαλαν τα χέρια τους σε σημείο που να έχουν εύκολη πρόσβαση σε όπλο. Δύο φιγούρες εμφανίστηκαν πίσω από την πόρτα μαυροντυμένες και κουκουλωμένες. Τα μάτια τους όμως ήταν γνωστά.
“Καλυψώ, δεν είναι ώρα για φασαρίες” είπε αυστηρά ο Μίλτος με τα χέρια του τώρα στους κροτάφους του.
“Είναι αυτή ακριβώς η ώρα… Καίγεται η πόλη. Χιλιάδες άτομα στους δρόμους, αστυνομικές δυνάμεις χτυπάνε κόσμο από αυτούς, παντού δακρυγόνα και σκόνες. Βγήκε κάλεσμα έξω από τον σιδηροδρομικό σταθμό. Θα πάω τώρα μαζί με τον Λόκ”, είπε δείχνοντας τον διπλανό της.
“Όρλοκ μπορεί να σε αναγνωρίσουν, ήδη σε ψάχνουν σε όλη την χώρα”
“Σαγήνη, δεν μπορώ. Είναι έγκλημα του κράτους. Ο σταθμός πρέπει να κλείσει. Τόσα λεφτά για τόσα νεκρά παιδιά”. Προσπαθούσε να βάλει σε τάξη το μυαλό του και να μιλήσει σωστά στην γλώσσα τους.
“Τι εννοείς παιδιά, πού το ξέρεις ότι μιλάμε για παιδιά;” ακούστηκε η φωνή του Ρίου που κανείς δεν άκουσε πότε ήρθε. Αγριοκοιτούσε μία τον Όρλοκ και μία την Καλυψώ.
“Ρίου, τα πρώτα τρία βαγόνια… Είχαν κυρίως μαθητές”.
Οι φωνές τις Τάνιας αντήχησαν ξανά στους τοίχους. Όμως όταν κοίταξαν προς το μέρος της εκείνη είχε εξαφανιστεί. Δεν είδαν πού πήγε. Όμως, οι θρήνοι της είχαν παγιδευτεί στους τοίχους του δωματίου που βρίσκονταν όλοι τους μαζεμένοι. Σαν την υγρασία και την μούχλα βάρυναν την ατμόσφαιρα και την έκαναν αποπνικτική.
“Καλυψώ, Λοκ, φροντίστε να μην βρω τα κουφάρια σας παρατημένα σε κανέναν δρόμο αύριο. Ή χειρότερα, στο αστυνομικό τμήμα.”
“Θα τα πούμε αύριο”
“Αν είστε τυχεροί”. Και έφυγαν.
“Τι, τι κάνουμε;”. Ο Μίλτος είχε αρχίσει να διαγράφει την περίμετρο του δωματίου περπατώντας, μην μπορώντας να αντιδράσει όπως ήθελε. Η κραυγή που ήθελε να βγει από μέσα του πνίγονταν στις ίδιες σκέψεις «είναι νεκροί, δεν έφτασαν ποτέ στις οικογένειες τους, είναι νεκροί, τι θα κάνουμε, γιατί-» Έπιανε τα μαλλιά του, έπινε νερό, κοίταζε προς κάθε κατεύθυνση, μέχρι που το βλέμμα του έμεινε στα σκληρά μάτια του Ρίου.
Τα δίδυμα αποφάσισαν να πάνε στο ραδιόφωνο. Να μάθουν τα πάντα, να βοηθήσουν στην αναμετάδοση ώστε να το μάθει και άλλος κόσμος. Η Σαγήνη και ο Μίλτος έμειναν. Εκείνος ετοίμασε ένα μπάνιο προσπαθώντας να ηρεμήσει. Γέμισε την μπανιέρα με ζεστό νερό και βύθισε το σώμα του μέσα. Έκλεισε τα μάτια του. Και τότε το ένιωσε. Άκουσε τον θρήνο όλων των ανθρώπων που έχασαν ανθρώπους. Ένιωσε να βρίσκεται στις ράγες ολόγυμνος και να τον διαπερνά ένα τραίνο. Ούρλιαξε. Η Σαγήνη τον βρήκε να τρέμει έχοντας αγκαλιάσει τον εαυτό του μέσα στο χλιαρό νερό. Μόλις είχε δοθεί ένα μήνυμα θανάτου. Και ο Μίλτος προσπάθησε να το μεταδώσει. Οι νεκροί ήταν παραπάνω από εκείνους στα πρώτα τρία βαγόνια. Και μόλις άφησαν την τελευταία τους πνοή.
Ο Ρίου προσπάθησε να βρει την Τάνια αλλά μάταια. Σε αυτή την γειτονιά κανένα δεν ήταν καλό να περπατάει μόνο του την νύχτα. Το κέντρο της πόλης δεν ήταν πολύ μακριά από κει. Έβαλε την κουκούλα του και προσπάθησε να περάσει απαρατήρητος από τις διαδηλώσεις. Ξάφνου άκουσε μία μηχανή να έρχεται προς το μέρος του. Και τώρα πρέπει να τρέξεις και να εξαφανιστείς, σκέφτηκε. Ευχήθηκε η Τάνια να είναι σπίτι της. Άρχισε να σκαρφαλώνει μέχρι να φτάσει σε μία ταράτσα και μετά σε μία πιο ψηλή. Η πόλη καίγονταν. Συνθήματα και κρότοι ακούγονταν από κάθε μεριά της. Και καλά έκαναν. Αστυνομία προσπαθούσε να σπάσει την αντίδραση. Στην ταράτσα είχαν φτάσει χαρτιά με συνθήματα από τις διαδηλώσεις. Το διάβασε αργά για να μπορέσει να καταλάβει τι γράφουν. Η γλώσσα αυτής της χώρας είναι πολύ διαφορετική από την δική του.
“Θα σε δω όταν φτάσεις”
Ένα δάκρυ, παραλίγο να πέσει από τα μάτια του. Κοίταξε το φεγγάρι και ευχήθηκε να είχε λίγη νυχτερινή βροχή αντί για ξαστεριά.
—
Δύο χρόνια μετά το κρατικό έγκλημα, στο ραδιόφωνο ειπώθηκε ότι υπήρχαν παράνομα και κρυφά, εύφλεκτα υλικά που προκάλεσε την φωτιά.
Δύο χρόνια μετά το έγκλημα δεν ξεχάστηκε και μακάρι στον επόμενο χρόνο να έχει διαλυθεί η κυβέρνηση που το προκάλεσε και χωρίς ντροπή προσβάλει τα θύματα και τους συγγενείς και φίλους που τα υπερασπίζονται.
Το παρόν κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και οποιαδήποτε ταύτιση με πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα είναι τυχαία. Εκτός από το κρατικό έγκλημα, την τρομοκρατία, την δημοσιογραφική προπαγάνδα και τη καταστολή από σώματα ασφαλείας. Αυτά είναι αληθινά και αν το αμφισβητεί κάποιος δεν αφορά ούτε εμένα, ούτε το GUM.